Παρασκευή, Απριλίου 23, 2010

Ἐπιστολή μελλοθάνατου, Ἀλέξανδρου Ἀκριτίδη, ἐμπόρου Τραπεζοῦντας

1921 Σεπτεμβρίου 5 Κυριακή

Γλυκυτάτη μου Κλειώ,
 ..........

Τετάρτη, Απριλίου 21, 2010

Ο Ύμνος της ΑΓΑΠΗΣ

Χριστός Ανέστη!

Καθώς έψαχνα κάτι άλλο στο διαδίκτυο...έπεσα πάνω στον υπέροχο ύμνο της Αγάπης όπως είθισται να αποκαλείται ο λόγος του Μεγάλου Αποστόλου των Εθνών Παύλου που είναι γραμμένος στην Α' Επιστολή του προς τους Κορίνθιους. Η φωτογραφία που ακολουθεί είναι τραβηγμένη από την Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου που βρίσκεται σχεδόν κρεμασμένη στο φαράγγι του Λούσιου μέσα στα βουνά της Πελοποννήσου κοντά στο χωριό Δημητσάνα. (για περισσότερες πληροφορίες κάντε ένα κλικ εδώ)


































Οπότε τώρα καταλαβαίνεται γιατί κλείνω τα μηνύματά μου "Με αγάπη..λέμε τώρα" ή άλλα σχετικά σχόλια..!;-)

Εύχομαι ο Θεός να μας αξιώσει να αποκτήσουμε μια μέρα έστω και έναν κόκκο από την Αγάπη αυτή.

Οι στόχοι μπορεί να είναι άπιαστοι εκ πρώτης...αλλά με την ελπίδα στραμμένη Άνωθεν..όλα μπορούν να γίνουν!

Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησον Ημάς.

Αμήν!

Χαράλαμπος

Τρίτη, Απριλίου 20, 2010

Ενδιαφέρουσα ομολογιακή πατερική γραμμή του Γέροντος Παϊσίου έναντι του Οικουμενισμού

Χριστός Ανέστη!

Πάνω στο γνωστό και πολυσυζητημένο θέμα του Οικουμενισμού μου άρεσε - ίσως περισσότερο απο κάθε άλλη που έχω διαβάσει μέχρι τώρα - η διακριτική και νηφάλια τοποθέτηση του επίσης πολύ γνωστού (μες την ηθελημένη αφάνειά του) και ιδιαίτερα χαρισματικού Αγιορείτου γέροντος Παϊσίου.

Δε λέω άλλα..χαρείτε τον λόγο του...


***...Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνω­ρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότη­τα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει... *** (γέροντας Παϊσιος)

"Εν Αγίω Όρει τη 23η Ιανουαρίου 1969 Σεβαστέ πάτερ Χαράλαμπε.


Επειδή βλέπω τον μεγάλον σάλον που γίνεται εις την Εκκλησίαν μας, εξ αιτίας των διαφόρων φιλενωτικών κινήσεων και των επαφών του Πατριάρχου μετά του Πάπα, επόνεσα και εγώ σαν τέκνον Της και εθεώρησα καλόν, εκτός από τις προσευχές μου, να στείλω και ένα μικρό κομματάκι κλωστή (που έχω σαν φτωχός μονα­χός), δια να χρησιμοποιηθή και αυτό, έστω και για μια βελονιά, δια το πολυκομματιασμένο φόρεμα της Μητέ­ρας μας. Πιστεύω ότι θα κάμετε αγάπην και θα το χρησι­μοποιήσετε δια μέσου του θρησκευτικού σας φύλλου. Σας ευχαριστώ.


Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμην εν πρώτοις απ' ό­λους, που τολμώ να γράψω κάτι, ενώ δεν είμαι ούτε ά­γιος, ούτε θεολόγος. Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος δια την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην, δυστυχώς, του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή. Αυτή η αγάπη, που ακούσθηκε από την Πόλι, βρήκε απήχησι σε πολλά παιδιά του, που την ζούν εις τας πόλεις. Άλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της από τέτοιου είδους αγάπες, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν.


Με μία τέτοια περίπου κοσμική αγάπη και ο Πα­τριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη. Ενώ θα έπρεπε να δείξη αγάπη πρώτα σε μας τα παιδιά του και στη Μητέρα μας Εκκλησία, αυτός, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πο­λύ μακριά. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπαύση μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμον και έχουν την κοσμικήν αυτήν αγάπην, να κατασκανδαλίση όμως όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγά­λα, που έχουν φόβο Θεού.

Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνω­ρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότη­τα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει.


Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδελφούς μας: Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν και ανάγκην έ­χουμε πνευματικής αγάπης, ας το αφήσουμε σε αυτούς που αγαπήσανε πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι, σαν τους Πατέρας της Εκκλησίας, και όχι νομολόγοι, που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπά­δας), τους οποίους άναψε το πύρ της αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου. Ας γνωρίζωμεν ότι δεν υπάρχουν μόνον φυσικοί νόμοι, αλλά και πνευματι­κοί. Επομένως, η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί να αντιμετωπισθή με συνεταιρισμόν αμαρτωλών (διότι διπλήν οργήν θα λάβωμεν), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου.


Επίσης, ας γνωρίσωμεν καλά ότι η Ορθόδοξος Εκ­κλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ίεραρχών και Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί. Όμως, δεν είναι ανησυχητικόν. Η Εκκλη­σία είναι Εκκλησία του Χρίστου και Αυτός την κυβερ­νάει. Δεν είναι Ναός, που χτίζεται από πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρ­βάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός. «Και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται, εφ' ον δ' αν πέση λικμήσει αυτόν» (Ματθ. και 44-45). Ο Κύριος, όταν θα πρέπη, θά παρουσιάση τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγόριους Παλαμάδες, δια να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, δια να ομολο­γήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας.


Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέ­κνα της Εκκλησίας μας, μοναχοί και λαϊκοί, έχουν, δυ­στυχώς, αποσχισθή από αυτήν, εξ αιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζώμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φορά που θα πταίη ο Πατριάρχης. Αλλά από μέσα, κοντά στην Μη­τέρα Εκκλησία έχει καθήκον και υποχρέωσι ο καθένας ν' αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψη το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήση ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, εί­ναι παράλογον.


Εάν δια την α ή την β λοξοδρόμησι των κατά και­ρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και κάνωμε δικές μας Εκ­κλησίες - Θεός φυλάξει! - θα ξεπεράσωμε και τους Προ­τεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα ε­πιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές «εκκλησίες» στην εποχή μας. Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες η και από ένα άτομο ακόμη. Επειδή συνέβη στο καλύβι των (ομιλώ δια τα εν Αγίω Όρει συμβαίνοντα) να υπάρχη και ναός, ενόμισαν ότι μπορούν να κάνουν και δική τους ανεξάρτητη Εκκλησία. Εάν οι φιλενωτικοί δίνουν το πρώτο πλήγμα στην Εκκλησία, αυτοί, οι ανωτέρω, δίνουν το δεύτερο. Ας ευχηθούμε να δώση ο Θεός τον φωτισμόν Του σε όλους μας και εις τον Πατριάρχην μας κ. Αθηναγόραν, δια να γίνη πρώτον η ένωσις αυτών των «εκκλησιών», να πραγματοποιηθή η γαλήνη ανάμεσα στο σκανδαλισμένο ορθόδοξο πλήρωμα, η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ των Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών και κατόπιν ας γίνη σκέψις δια την ένωσιν μετά των άλ­λων «Ομολογιών», εάν και εφ' όσον ειλικρινώς επιθυ­μούν να ασπασθούν το Ορθόδοξον Δόγμα.


Θα ήθελα ακόμη να ειπώ ότι υπάρχει και μία τρίτη μερίδα μέσα εις την Εκκλησίαν μας. Είναι εκείνοι οι αδελφοί, που παραμένουν μεν πιστά τέκνα Αυτής, δεν έ­χουν όμως συμφωνίαν πνευματικήν αναμεταξύ τους. Α­σχολούνται με την κριτικήν ο ένας του άλλου και όχι δια το γενικώτερον καλόν του αγώνος. Παρακολουθεί δε ο ένας τον άλλον (περισσότερον από τον έαυτόν του) εις το τι θα ειπή η τι θα γράψη, δια να τον κτυπήση κατό­πιν αλύπητα. Ενώ ο ιδιος αν έλεγε η έγραφε το ίδιο πράγμα, θα το υπεστήριζε και με πολλές μάλιστα μαρτυ­ρίες της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Το κακό που γίνεται είναι μεγάλο, διότι άφ' ενός μεν αδικεί τον πλη­σίον του, αφ' ετέρου δε και τον γκρεμίζει μπροστά στα μάτια των άλλων πιστών. Πολλές φορές σπέρνει και την απιστία στις ψυχές των αδυνάτων, διότι τους σκανδαλί­ζει. Δυστυχώς, μερικοί από εμάς έχουμε παράλογες απαιτήσεις από τους άλλους. Θέλουμε οι άλλοι να έχουν τον ίδιο με εμάς πνευματικόν χαρακτήρα. Όταν κάποιος άλ­λος δεν συμφωνή με τον χαρακτήρα μας, δηλαδή η είναι ολίγον επιεικής η ολίγον οξύς, αμέσως βγάζομε το συμ­πέρασμα ότι δεν είναι πνευματικός άνθρωπος. Όλοι χρειάζονται εις την Εκκλησίαν. Όλοι οι Πατέρες προ­σέφεραν τας υπηρεσίας των εις Αυτήν. Και οι ήπιοι χα­ρακτήρες και οι αυστηροί. Όπως δια το σώμα του ανθρώπου είναι απαραίτητα και τα γλυκά και τα ξινά και τα πικρά ακόμη ραδίκια (το καθένα έχει τις δικές του ουσίες και βιταμίνες), έτσι και δια το Σώμα της Εκκλη­σίας. Όλοι είναι απαραίτητοι. Ο ένας συμπληρώνει τον πνευματικόν χαρακτήρα του άλλου και όλοι είμεθα υπο­χρεωμένοι να ανεχώμεθα όχι μόνον τον πνευματικόν του χαρακτήρα, αλλά ακόμη και τις αδυναμίες, που έχει σαν άνθρωπος.


Και πάλιν έρχομαι να ζητήσω ειλικρινώς συγγνώμην από όλους, διότι ετόλμησα να γράψω. Εγώ είμαι έ­νας απλός μοναχός και το έργον μου είναι να προσπαθώ, όσο μπορώ, να απεκδύωμαι τον παλαιόν ανθρωπον και να βοηθώ τους άλλους και την Εκκλησίαν, μέσω του Θεού δια της προσευχής. Αλλ' επειδή έφθασαν μέχρι το ερημητήριό μου θλιβερές ειδήσεις δια την Αγίαν Όρθοδοξίαν μας, επόνεσα πολύ και εθεώρησα καλό να γράψω αυτά που ένοιωθα.

Ας ευχηθούμε όλοι να δώση ο Θεός την χάριν Του και ο καθένας μας ας βοηθήση με τον τρόπον του δια την δόξαν της Εκκλησίας μας.

Με πολύν σεβασμόν προς όλους Παΐσιος μοναχός"
*Η ανωτέρω σοφή και διακριτική επιστολή του Γέρο­ντος Παϊσίου του Αγιορείτου εστάλη στον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο το 1969.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗ­ΤΩΝ Γέροντας ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, τόμ. Α', έκδ. Γ', σελ. 508 του κ. Νικολάου Α. Ζουρνατζόγλου).

Γνώρισε το Μεγαλείο της Ορθοδοξίας - Αγιογραφικές και Πατερικές μαρτυρίες
Εκδόσεις 'Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Την ευχή του να έχουμε και να αγωνιζόμαστε να μας φωτίσει ο Θεός όχι τα φώτα της απέναντι οικοδομής.

Αμην!

Χαράλαμπος

Ο Ασκητής & ο Ληστής

Χριστός Ανέστη!

Καιρό έχω να φλυαρήσω στον Ύσσωπο. Και πάλι δεν θα το κάνω. Θα αφήσω αυτήν την υπέροχη ιστορία να μιλήσει αντί εμού, διότι τα Γεροντικά είναι γεμάτα αποκαλύψεις Θεού και ανάπαυση στον αγώνα του καθενός..και όχι μόνο των μοναχών.

Απολαύστε...

"Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ

Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου. Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος· δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».
Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν». Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια».
Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη­στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ­ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ. Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί­δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον».
Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά­μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ­ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος· και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα. Όμως ευχα­ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως».
Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με». Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ­μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη. Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση. Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ­σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη. Και σηκώνοντας τα χέ­ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι­λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά­τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».
Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ­τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση. Λοι­πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής. Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον. Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού· διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ­προσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν."

(Από χειρόγραφον Γεροντικόν της Ι.Μ Φιλοθέου)

Καλή εβδομάδα και Καλόν Αγώνα σε όλους!

Προσεύχεστε για την ψυχή μου.

Με αγάπη...λέμε τώρα.

Χαράλαμπος

Δευτέρα, Απριλίου 19, 2010

Πως να συμπεριφέρεται ο άντρας στη σύζυγό του (πολύτιμες συμβουλές)

Posted by Ζωντανό Ιστολόγιο in : Ορθοδοξία / Εκκλησία, Σχέσεις , trackback

Συζυγική αγάπηΛόγια αγάπης να της λες:… Εγώ από όλα, τη δική σου αγάπη προ­τιμώ και τίποτε δεν μου είναι τόσο βασανιστικό ή δυσάρεστο, όσο το να βρεθώ κάποτε σε διάσταση μαζί σου. Κι αν όλα χρειασθεί να τα χάσω, …κι αν στους έσχατους βρεθώ κινδύνους, οτιδήποτε κι αν πάθω, όλα μου είναι ανεκτά κι υποφερτά, όσο εσύ μου είσαι καλά. Και τα παιδιά, τότε μου είναι περιπόθητα, εφ’ όσον εσύ μας συ­μπαθείς… Ίσως κάποτε σου πει: Ποτέ ως τώρα δεν ξόδεψα από τα δικά σου, έχω ακόμη τα δικά μου, που μου ‘δωσαν οι γονείς μου. Τότε πες της: Τι λες καλή μου; Έχεις ακόμη τα δικά σου; Ποια λέ­ξη μπορεί να ‘ναι χειρότερη από αυτή; Σώμα δεν έχεις πια δικό σου κι έχεις χρήματα; Δεν είμαστε δύο σώματα μετά το γάμο, αλλά γίναμε ένα. Δεν έχουμε δυο περιουσίες, αλλά μία… Όλα δικά σου είναι, κι εγώ δικός σου είμαι, κορίτσι μου. Αυτό με συμβουλεύει ο Παύλος λέγοντας ότι ο άνδρας δεν εξουσιάζει το σώμα του, αλλά η γυναίκα. Κι αν δεν έχω εγώ εξουσία στο σώμα μου, αλλά εσύ, πό­σο μάλλον δικά σου είναι τα χρήματα… Ποτέ να μην της μιλάς με πεζό τρόπο, αλλά με φιλοφροσύνη, με τιμή, με αγάπη πολλή. Να την τιμάς, και δε θα βρεθεί στην ανάγκη να ζητήσει την τιμή από άλλους… Να την προτιμάς από όλους για όλα, για την ομορφιά, για τη σωφροσύνη της, και να την εγκωμιάζεις. Να κάνεις φανερό ότι σ’ αρέσει η συντροφιά της κι ότι προτιμάς να μένεις στο σπίτι για να ‘σαι μαζί της από το να βγαίνεις στην αγορά. Από όλους τους φίλους να την προτιμάς, και από τα παιδιά που σου χάρισε, κι αυτά εξαιτίας της να τα αγαπάς.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
(PG 62, 146-148. Μτφρ. από: Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον Θεούμενον, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1992-3, σελ. 85
)

Παρασκευή, Απριλίου 16, 2010

Τριακόσιοι στρατιωτικοί ιερείς

[πηγή http://www.paterikoslogos.com/viewtopic.php?p=756&#p756]

Ο Πρωθυπουργός της Ρωσίας κ. Πούτιν, ο οποίος έζησε όλη την τραγικότητα του αθεϊσμού, δεν δέχεται σε καμμιά περίπτωσι να ηγήται ενὀς αθέου κράτους. Γιαυτό διατηρεί άριστες σχέσεις με την..........

Δευτέρα, Απριλίου 12, 2010

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης, Παρατεινόμενη συννεφιά

Γράφει ο Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης

Θα εισέλθω ήμερα στο θέμα μου δίχως προλόγους και περιστροφές. Τον απεριόριστο θαυμασμό μας επικεντρώνουμε σε μια λογία καθηγήτρια, που για το σπουδαίο έργο της προήχθη σε γραμματέα του υπουργείου Παιδείας.Πρόκειται για τη διανοουμένη κυρία Δραγώνα, η οποία, σε μία από τις μελέτες της, τους ήρωες του 1821 χαρακτηρίζει ως “κατακτητές” που υποτίμησαν το μεγαλείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Η θέση της....

Τρίτη, Απριλίου 06, 2010

Χριστός Ανέστη!Αληθώς Ανέστη!

Χριστός Ανέστη!

Και μετά την εβδομάδα των Θείων Παθών που ολοκληρώθηκε με το χαρμόσυνο ΓΕΓΟΝΟΣ της Ανάστασης του Κυρίου μας, σας παραθέτω τον λόγο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου περί αποδείξεως της Αλήθειας της Αναστάσεως δια την ενίσχυση της πίστεως ημών και διαλύσεως των όποιων αμφιβολιών φωλιάζουν στις καρδιές μας σαν φίδια στον κόρφο μας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο ΑΓΙΟΣ Ιωάννης Α', αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο Χρυσόστομος, όπως επονομάστηκε για την απαράμιλλη ευγλωττία του, είναι η εξοχότερη εκκλησιαστική μορφή όλης της οικουμένης από τη μεταποστολική εποχή μέχρι σήμερα.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας γύρω στα 350. Παιδαγωγήθηκε άριστα από την ενάρετη μητέρα του Ανθούσα και μορφώθηκε άρτια από τους έγκριτους δασκάλους του φιλόσοφο Ανδραγάθιο και ρήτορα Λιβάνιο. Μετά τη φοίτησή του στη Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας, έζησε ασκητικά για οκτώ χρόνια. Το 381 χειροτονήθηκε διάκονος από τον άγιο Μελέτιο Αντιοχείας, τον ομολογητή, και πέντε χρόνια αργότερα πρεσβύτερος από τον άγιο Φλαβιανό Αντιοχείας.
Ύστερ' από δεκαεξάχρονη εκκλησιαστική δράση στη γενέτειρά του, κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της οποίας διαδέχθηκε το 398, παρά τη θέλησή του, τον άγιο Νεκτάριο.
 Σύντομα, συγκροτώντας επιτελείο εκλεκτών συνεργατών (Πρόκλος, Ηρακλείδης, Κασσιανός, Ολυμπιάς κ.ά.), επιδόθηκε με φλογερό ζήλο σ' ένα πολύπλευρο έργο, εκκλησιαστικό και φιλανθρωπικό - κήρυγμα, διδαχή, ανάπτυξη της ιεραποστολής, αναμόρφωση της λατρευτικής ζωής, ηθική εξύψωση του κλήρου, διοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας.
Τόσο η ανακαινιστική δραστηριότητά του όσο και το "χρυσό στόμα" του έκαναν το λαό να τον αγαπήσει με πάθος και να γεμίζει ασφυκτικά τους ναούς, για ν' ακούσει τα συναρπαστικά κηρύγματά του. Η ελεγκτική γλώσσα του, όμως, που δεν χαριζόταν ούτε στο παλάτι, δημιούργησε πολλούς εχθρούς. Αυτοί συνασπίστηκαν εναντίον του και, με κύριο μοχλό τη ματαιόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, πέτυχαν την εκτόπισή του το 404. Πέθανε εξόριστος το 407 στα Κόμανα του Πόντου. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. αμήν».
Από την πλουσιότατη συγγραφική παραγωγή του ιερού Χρυσοστόμου ξεχωρίζουν οι υπέροχες ομιλίες του, στις οποίες αναλύει με σαφήνεια και πειστικότητα ζητήματα ηθικά, κοινωνικά, ερμηνευτικά, δογματικά.
Λαμπρά δείγματα της εκπληκτικής ρητορείας του κορυφαίου ιεράρχη είναι και τα ακόλουθα αποσπάσματα από διάφορες ομιλίες του, όπου, με επιχειρηματολογία αμάχητη, απαντά πειστικά σ' όσους αμφισβητούν την ανάσταση του Χριστού, για να διακηρύξει στο τέλος θριαμβευτικά ότι «αληθώς ανέστη» ο Κύ­ριος!


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


Αληθώς Ανέστη - Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου  



Η ΠΛΑΝΗ πάντα αυτοκαταστρέφεται και, χωρίς να το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν, όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφόσον έφραξαν με το βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως, μολονότι δεν έγινε κλοπή, ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο πως ο Χριστός αναστήθηκε. Είδες πώς, και μη θέλοντας, στηρίζουν την αλήθεια;


Αλλά και πότε θα Τον έκλεβαν οι μαθητές; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από το νόμο ούτε να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν το νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί, οι τόσο δειλοί, να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιαν ανταπόδοση; Ποιαν αμοιβή;


Και στ' αλήθεια, που στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους έντεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.


Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε το λόγο μιας υπηρετριούλας, κι αν όλοι οι άλλοι, όταν είδαν το Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν από το νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλιάδες και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειωθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστημένου;


Αλλά σ' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν, ανόητοι, το σώμα του Χριστού οι μαθητές; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το εβραϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν; Πέστε μου! Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που υποψιάζονταν και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;


Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί, οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους και άγριους φρουρούς;


Πρόσεξε όμως πώς, με όσα κάνουν οι Εβραίοι, πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψέματα, οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει από την άγρυπνη προσοχή της κι από τα ξίφη της). Κι έπειτα, γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς, αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν υπήρχε ακόμα φρουρά στον τάφο, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλαδή την πρώτη νύχτα - γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί. Και, βέβαια, δεν τους έμελε που τα έκαναν αυτά σε μέρα Σαββάτου, παρά την απαγόρευση του μωσαϊκού νόμου. Βλέπετε, μόνο ένα πράγμα είχαν στο νου τους, το πώς με κάθε πανουργία θα πετύχουν το σκοπό τους. Αυτό όμως ήταν δείγμα τόσο έσχατης μωρίας όσο και συνταρακτικού φόβου. Γιατί, άραγε, Τον φοβούνταν νεκρό εκείνοι, που Τον έπιασαν ζωντανό; Αλλά η πέτρα και η σφραγίδα και η φρουρά, που δεν μπόρεσαν να Τον κρατήσουν, τοποθετήθηκαν, για να μάθουν οι Εβραίοι ότι με τη θέλησή Του έπαθε όσα έπαθε. Με όλα αυτά ένα μόνο επιτυγχάνεται, να γίνει δημόσια γνωστή η ταφή, κι έτσι να πιστέψουν οι άνθρωποι στην Ανάσταση.


Και τί γύρευαν στο έδαφος τα σουδάρια (σουδάριο=το πλατύ άσπρο κομμάτι υφάσματος με το οποίο τυλίγεται το κεφάλι του νεκρού), τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και διηγήθηκε τα θαυμαστά γεγονότα στους αποστόλους, εκείνοι, χωρίς καθυστέρηση, τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια (οθόνιο=λεπτό λινό ύφασμα για επίδεση τραυμάτων). Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να Τον κλέψουν, δεν θα Τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό, άλλα και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τί θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θα 'φευγαν γρήγορα.


Γι' αυτό, άλλωστε, πρωτύτερα ο ευαγγελιστής Ιωάννης είπε, ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα, που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι στα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν. ώστε, όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην πιστέψεις εκείνους που λένε ότι Τον έκλεψαν. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, για να σπαταλήσει σ' ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα ξόδευε πολύ χρόνο, και ήταν φυσικό, καθυστερώντας, να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.


Αλλά και τα οθόνια γιατί κείτονται χωριστά από το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς, ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από δω λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε, και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφτηκαν όλα τούτα, και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: "Πείτε εσείς πως Τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα".


Υποστηρίζοντας πως οι μαθητές Τον έκλεψαν, επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν, πάντως, ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται αναλήθευτη και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει κι από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.


Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί, μόλις αναστήθηκε, να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους.


Το ότι δεν υπήρχε όμως τέτοια ελπίδα, το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Ωστόσο, όχι μόνο δεν πίστεψαν, άλλα κι εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού τόσο, που ήθελαν να σκοτώσουν και Αυτόν και το Λάζαρο.


Αφού λοιπόν, όταν ανέστησε άλλον, όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά κι εξαγριώθηκαν εναντίον Του, αν τους φανερωνόταν όταν αναστήθηκε ο ίδιος, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο, τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;

Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές Του, κι έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάστηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλαδή σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα, που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια από τα καρφιά και το τραύμα από τη λόγχη.


Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή Του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί η ίδια η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.


Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν το Χριστό αναστημένο, πώς τους ήρθε να φανταστούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελάθηκαν, ώστε να νομίζουν ότι θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο;


Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα τεκμήρια από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνιστούν με τόση γενναιότητα, για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν τόσα χρόνια νεκρωμένα από την αμαρτία;
Κι αν ακόμα ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια, αλλά θα είχε επιτέλους κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές και άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα πιο άσχετο και με τη φιλοσοφία και με το να πείσεις κάποιον να σκέφτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πολύ περισσότερο που οι απόστολοι όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα από το παρελθόν ότι θα επικρατήσουν, αλλ' απεναντίας είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επικρατήσουν.


Πολλοί είχαν επιχειρήσει τον καιρό εκείνο να επιβάλουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλ' απέτυχαν. Και όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολλούς. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας, π.χ., έχοντας πλήθη ανθρώπων, χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς τους*.

(* Οι σχετικές πληροφορίες αντλούνται από το λόγο του έντιμου Φαρισαίου Γαμαλιήλ στο μεγάλο συνέδριο του Ισραήλ: "Πριν από λίγο καιρό ξεσηκώθηκε ο Θευδάς κι έκανε τον σπουδαίο, και πήγαν μαζί του περίπου τετρακόσιοι άντρες. Αυτός σκοτώθηκε, όλοι οι οπαδοί του διαλύθηκαν και το κίνημά του έσβησε. Ύστερα ξεσηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος και παρέσυρε στην επανάστασή του λαό πολύ. Κι εκείνος χάθηκε κι οι οπαδοί του όλοι διασκορπίστηκαν" (βλ. Πράξ. 5:36-37). )


Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός για να τους δι­δάξει. Αλλ' ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν ατένιζαν τα μελλοντικά αγαθά; Τί κέρδος προσδοκούσαν, με το να οδηγήσουν όλους σ' έναν που πέθανε και δεν αναστήθηκε, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι, που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στ' αμέτρητα αγαθά, δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα μάταια, ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση κι αν ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε, προσπαθώντας να τα πλάσουν όλ' αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς από τον ουρανό.


Άλλωστε, κι αν ακόμα είχαν μεγάλη προθυμία όσο ζούσε ο Χριστός, αυτή θα έσβηνε μόλις Εκείνος πέθανε. Αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' Αυτόν, μα θα Τον θεωρούσαν απατεώνα. Γιατί τους είχε βεβαιώσει ότι θ' αναστηθεί ύστερ' από τρεις ημέρες και τους είχε υποσχεθεί τη βασιλεία των ουρανών. Τους είχε πει ακόμα ότι θα λάβουν το Άγιο Πνεύμα, θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη και τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Όσο κι αν Τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα Τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο.


Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: "Βεβαίωσε ότι σε τρεις ημέρες θ' αναστηθεί, και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν Το έστειλε. Πώς λοιπόν να Τον πιστέψουμε για τα μελλοντικά, αφού διαψεύδονται τα τωρινά;".


Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, διαλαλούσαν πως αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα, ενώ επιπλέον ξεσήκωσε και ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα Τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.


Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύσσουν την απάτη και να Τον λένε απατεώνα και μάγο! Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν, ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα. Αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθητές κι έλεγαν; "Εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε", πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν, δεν αναρωτιέσαι, γιατί ν' ανταλλάξουν όλ' αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατότερη απ' όλ' αυτά τα γήινα αγαθά;


Κι αν, με όσα είπαμε ως τώρα, δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμα οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, για κανένα λόγο δεν θα κήρυσσαν στ' όνομά Του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε, γιατί θα χρησιμοποιούσαν τ' όνομά Του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί, κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν, θα χάνονταν, φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.

Ας θυμηθούμε πως η αγάπη των μαθητών στο Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμα, μαραινόταν σιγά-σιγά από το φόβο του επικείμενου μαρτυρίου. Όταν τους μίλησε για τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και το σταυρό, πάγωσαν από το φόβο τους κι έσβησαν τελείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να Τον ακο­λουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με το Χριστό φοβόταν το θάνατο, χωρίς Αυτόν και τους άλλους μαθητές, δηλαδή μόνος του, πώς θ' αποτολμούσε;


Ύστερα, πίστευαν πως θα πεθάνει μεν, αλλά και πως θ' αναστηθεί. Κι όμως, υπέφεραν τόσο. Αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο, πώς δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί, από την απελπισία τους για την απάτη κι από τη φρίκη για όσα τους περίμεναν; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τί θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλο ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή, τότε που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.


Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς από τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις που έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;


Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονιάδες, σ' εκείνους που Τον σταύρωσαν και Τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι σταυρωτές γίνονται πιστοί, τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και η απόδειξη της Αναστάσεως λάμπει.


Για να πιστεύουν τα πλήθη, σημαίνει πως οι μαθητές έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και έμεινε νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στ' όνομά Του; Πώς πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βέβαια έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν, και μολαταύτα κυριαρχούσαν παντού, αυτό θα ήταν θαύμα ακόμα πιο αξιοθαύμαστο. Θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί κι αγράμματοι άνθρωποι.


Ασφαλώς, ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επικράτησαν οι ψαράδες. Ώστε, και χωρίς να θέλουν, κηρύσσουν, ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο, ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.


Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω πάλι: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στ' όνομά Του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς, βέβαια, δεν κάνει μετά το θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ, μετά το θάνατο του Χριστού, γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και ως προς τον τρόπο και ως προς τη φύση: Ως προς τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Ως προς τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε, μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή Του, οι δούλοι Του, επικαλούμενοι απλά το σεβάσμιο και άγιο όνομά Του, μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή Του.


Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται, αμέσως μετά το Σταυρό και την Ανάστασή Του, οι «Πράξεις», που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατεξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν Τον είδες αναστημένο με τα μάτια του σώματος; Αλλά Τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν Τον είδες ούτε με τα μάτια τούτα; Θα Τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.


Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα από τα προηγούμενα: Όχι έναν νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι έναν τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.


Μέγιστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο σφαγμένος Χριστός έδειξε μετά το θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη Του, και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κινδύνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλ' αναστημένου και ζωντανού.


Πρόσεξε, παρακαλώ: Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος, από το φόβο τους Τον πρόδωσαν κι εξαφανίστηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα Τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που Τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό, και μες στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει πως ο σταυρωμένος και θαμμένος Ιησούς αναστήθηκε την τρίτη μέρα και ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλ' αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.


Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού; Στην Ανάσταση! Τον είδε και συνομίλησε μαζί Του και άκουσε για τα μελλοντικά αγαθά, κι έτσι πήρε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με το κεφάλι προς τα κάτω.


Μα το πιο σπουδαίο είναι πως όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι άλλοι απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε Τον είδε ποτέ ούτε απόλαυσε τη συντροφιά Του, έδειξε τόσο ζήλο για χάρη Του, ώστε Του πρόσφερε θυσία την ίδια τη ζωή του.

Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν το θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός κι αποτρόπαιος ακόμα και σε άνδρες, και μάλιστα αγίους.


Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά, δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως το να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν, λέω, να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να ποθήσουν μόνο τη μέλλουσα ζωή!


Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ένας νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν, και κανένας τους δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος. μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.

Οι άπιστοι φρίττουν και οι πιστοί διακηρύττουν:

Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη!


Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ


"ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ"


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ "


Προσωπικά εύχομαι ολόψυχα να αναστηθούμε μια μέρα Εν Κυρίω και ο παλαιός άνθρωπος (παλιάνθρωπος) που τόσο μας ταλαιπωρεί - είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι - να πεθάνει μια για πάντα, αφήνοντας στην θέση του τον Καινό (ανακαινισμένο, καινούριο) Αναστημένο άνθρωπο να γεμίσει ΜΟΝΟ απο το Πνεύμα το Άγιο, την πνοή του Θεού. Και τότε οι ουρανοί θα ανοίξουν και τα προβλήματά μας θα λυθούν εντός ημών, όχι όπως εμείς θέλουμε, αλλά όπως Εκείνος θέλει δια την σωτηρία ημών των απίστων και αχάριστων.

Αμήν!

Με αγάπη και την πίστη που μια μέρα εύχομαι ο Κύριος να μου χαρίσει.

Χαράλαμπος

Γνωρίσματα αυθεντικότητας της χριστιανικής πίστης

Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ’ αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους. Για πολλούς όμως η θρησκεία είναι ένας αγώνας, μία αγωνία κι ένα άγχος. Γι’ αυτό πολλούς απ’ τους «θρήσκους» τους θεωρούνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σε τι χάλια βρίσκονται. Κι έτσι είναι πράγματι. Γιατί αν δεν καταλάβει κανείς το βάθος της θρησκείας και δεν τη ζήσει, η θρησκεία καταντάει αρρώστια και μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή που ο άνθρωπος χάνει τον έλεγχο των πράξεών του, γίνεται άβουλος κι ανίσχυρος, έχει αγωνία κι άγχος και φέρεται υπό του κακού πνεύματος. Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι όλη αυτή η ταπείνωση είναι μια σατανική ενέργεια. Ορισμένοι τέτοιοι άνθρωποι ζούνε τη θρησκεία σαν ένα είδος κολάσεως. Μέσα στην εκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε: «είμαστε αμαρτωλοί, ανάξιοι» και μόλις βγούνε έξω αρχίζουν να βλασφημάνε τα θεία, όταν κάποιος λίγο τους ενοχλήσει. [...] Στην πραγματικότητα, η χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τον άνθρωπο και τον θεραπεύει. Η κυριότερη, όμως προϋπόθεση για να αντιληφθεί και να διακρίνει ο άνθρωπος την αλήθεια είναι η ταπείνωση. Ο εγωισμός σκοτίζει το νου του ανθρώπου, τον μπερδεύει, τον οδηγεί στην πλάνη, στην αίρεση. Είναι σπουδαίο να κατανοήσει ο άνθρωπος της αλήθεια… …Το ουσιαστικότερο είναι να φεύγεις απ’ τον τύπο και να πηγαίνεις στην ουσία. Ό,τι γίνεται, να γίνεται από αγάπη. Η αγάπη εννοεί πάντα να κάνεις θυσίες… …Ο Χριστός δεν θα μας αγαπήσει άμα εμείς δεν είμαστε άξιοι να μας αγαπήσει. Για να μας αγαπήσει, πρέπει να βρει μέσα μας κάτι το ιδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθείς, παρακαλείς, δεν παίρνεις όμως τίποτα. Ετοιμάζεσαι ν’ αποκτήσεις εκεί που θέλει ο Χριστός, για να έλθει μέσα σου η θεία χάρις, αλλά δεν μπορεί να μπει, όταν δεν υπάρχει εκείνο που πρέπει να έχει ο άνθρωπος. Ποιό είναι αυτό; Είναι η ταπείνωση. Αν δεν υπάρχει ταπείνωση, δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε τον Χριστό. Ταπείνωση και ανιδιοτέλεια στη λατρεία του Θεού. «Μή γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Κανείς να μη σας βλέπει, κανείς να μην καταλαβαίνει τις κινήσεις της λατρείας σας προς το θείον. Όλ’ αυτά κρυφά, μυστικά, σαν τους ασκητές. Θυμάστε που σας έχω πει για τ’ αηδονάκι; Μες στο δάσος κελαηδεί. Στη σιγή. Να πεις πως κάποιος τ’ ακούει, πως κάποιος το επαινεί; Κανείς. Πόσο ωραίο κελάηδημα μες στην ερημιά! Έχετε δει πώς φουσκώνει ο λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει η γλώσσα. Πιάνει μια σπηλιά, ένα λαγκάδι και ζει τον Θεό μυστικά, «στανεγμοίς αλαλήτοις»… …Όλο το μυστικό είναι η αγάπη, ο έρωτας στον Χριστό. Το δόσιμο στον κόσμο τον πνευματικό. Ούτε μοναξιά νιώθει κανείς, ούτε τίποτα. Ζει μέσα σ’ άλλον κόσμο. Εκεί που η ψυχή χαίρεται, εκεί που ευφραίνεται, που ποτέ δεν χορταίνει…

Η δημιουργία και η πίστη

Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι οι μικρές αγάπες, μέσα απ’ τις οποίες φθάνομε στη μεγάλη Αγάπη, τον Χριστό. Τα λουλούδια, για παράδειγμα, έχουν τη χάρη τους, μας διδάσκουν με το άρωμά τους, με το μεγαλείο τους. Μας μιλούν για την αγάπη του Θεού. Σκορπούν το άρωμά τους, την ομορφιά τους σε αμαρτωλούς και δικαίους. Για να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής… Προσευχή είναι να πλησιάζεις το κάθε πλάσμα του Θεού με αγάπη και να ζεις με όλα, και με τ’ άγρια ακόμη, εν αρμονία… Ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε πολλές αρρώστιες. Πολλές φορές του λέω: «Χριστέ μου, η αγάπη Σου δεν έχει όρια!». Το πώς ζω είναι ένα θαύμα. Μέσα στις άλλες μου αρρώστιες έχω και καρκίνο στην υπόφυση. Δημιουργήθηκε εκεί όγκος που μεγαλώνει και πιέζει το οπτικό νεύρο. Γι’ αυτό τώρα πια δεν βλέπω. Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι όμως σηκώνοντας το Σταυρό του Χριστού με υπομονή. [...] Πονάω πολύ, υποφέρω, αλλά είναι πολύ ωραία η αρρώστιά μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χριστού… Η αρρώστιά μου είναι μια ιδιαίτερη εύνοια του Θεού, που με καλεί να μπω στο μυστήριο της αγάπης Του και με τη δική Του την χάρη να προσπαθήσω ν’ ανταποκριθώ. Αλλά εγώ δεν είμαι άξιος. Θα μου πείτε: «Όλ’ αυτά που σου αποκαλύπτει ο Θεός δεν σε κάνουν άξιο;». Αυτά με κατακρίνουν. Γιατί αυτά είναι της χάριτος του Θεού. Δεν είναι τίποτα δικό μου. Ο θεός μου έδωσε πολλά χαρίσματα, αλλά εγώ δεν ανταποκρίθηκα, φάνηκα ανάξιος. Την προσπάθειά όμως ούτε μια στιγμή δεν την άφησα… Γι’ αυτό δεν προσεύχομαι να με κάνει ο Θεός καλά. Προσεύχομαι να με κάνει καλόΟ θάνατος είναι μία γέφυρα που θα μας πάει στον Χριστό. Μόλις κλείσομε τα μάτια μας, θα τ’ ανοίξομε στην αιωνιότητα. Θα παρουσιασθούμε μπροστά στον Χριστό. Στην άλλη ζωή θα ζούμε «εκτυπώτερον» την χάρι του Θεο.

Η εσωτερική μας διάθεση επηρεάζει τους άλλους

…Ο άνθρωπος έχει τέτοιες δυνάμεις, ώστε να μπορεί να μεταδώσει το καλό ή το κακό στο περιβάλλον του. Αυτά τα θέματα είναι πολύ λεπτά. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρέπει να βλέπομε το καθετί με αγαθό τρόπο. Τίποτα το κακό να μη σκεπτόμαστε για τους άλλους. Κι ένα βλέμμα κι ένας στεναγμός επιδρά στους συνανθρώπους μας. Και η ελάχιστη αγανάκτηση κάνει κακό. Να έχομε μέσα στην ψυχή μας αγαθότητα κι αγάπη. Αυτά να μεταδίδομε. Να προσέχομε να μην αγανακτούμε για τους ανθρώπους που μας βλάπτουν, μόνο να προσευχόμαστε γι’ αυτούς με αγάπη. Ό,τι κι αν κάνει ο συνάνθρωπός μας, ποτέ να μη σκεπτόμαστε κακό γι’ αυτόν. Πάντοτε να ευχόμαστε αγαπητικά. Πάντοντε να σκεπτόμαστε το καλό. [...]

Όταν κακομελετάμε, κάποια κακή δύναμη βγαίνει από μέσα μας και μεταδίδεται στον άλλον, όπως μεταφέρεται η φωνή με τα ηχητικά κύματα, και όντως ο άλλο παθαίνει κακό. Γίνεται κάτι σαν βασκανία, όταν ο άνθρωπος έχει για τους άλλους κακούς λογισμούς… Δεν προκαλεί ο Θεός το κακό αλλά η κακία των ανθρώπων. Δεν τιμωρεί ο Θεός, αλλά η δική μας κακή διάθεση μεταδίδεται στην ψυχή του άλλου μυστηριωδώς και κάνει το κακό. Ο Χριστός ποτέ δεν θέλει το κακό. Αντίθετα παραγγέλλει: «Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς…» Μέσα μας υπάρχει ένα μέρος της ψυχής που λέγεται ηθικολόγος. Αυτός ο «ηθικολόγος», όταν βλέπει κάποιον να παρεκτρέπεται, επαναστατεί, ενώ πολλές φορές αυτός που κρίνει έχει κάνει την ίδια παρεκτροπή. Δεν τα βάζει όμως με τον εαυτό του αλλά με τον άλλον. Κι αυτό δεν το θέλει ο Θεός. Λέει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο: «Ο ουν διδάσκων έτερον σεαυτόν ου διδάσκεις; Ο κηρύσσων μη κλέπτειν, κλέπτεις;». Μπορεί να μην κλέπτομε, όμως φονεύομε. Κακίζουμε τον άλλον κι όχι τον εαυτό μας. Λέμε, π.χ. «Έπρεπε να κάνεις αυτό. Δεν το έκανες, να τι έπαθες!» Στην πραγματικότητα, επιθυμούμε να πάθει ο άλλος κακό. Όταν σκεπτόμαστε το κακό, τότε μπορεί πράγματι να συμβεί. [...] Είναι δυνατόν να πει κάποιος: «έτσι που φέρεται ο τάδε θα τιμωρηθεί απ’ τον Θεό» και να νομίζει ότι το λέει χωρίς κακία. Δεν φαίνεται καθαρά. Είναι πολύ μυστικό πράγμα τι κρύβει η ψυχή μας και πώς αυτό μπορεί να επιδράσει σε πρόσωπα και πράγματα. Υπάρχει μια ζωή αόρατη, η ζωή της ψυχής. Αυτή είναι πολύ ισχυρή και μπορεί να επιδράσει στον άλλον, έστω κι αν μας χωρίζουν χιλιόμετρα… Και χωρίς να μιλήσομε, μπορεί να μεταδώσουμε το καλό ή το κακό, όση κι αν είναι η απόσταση που μας χωρίζει απ’ τον πλησίον. Αυτό που δεν εκφράζεται έχει συνήθως περισσότερη δύναμη απ’ τα λόγια …Άμα δοθούμε στην αγάπη του Χριστού, τότε όλα θα μεταβληθούν, όλα θα μεταστοιχειωθούν, όλα θα μεταποιηθούν, όλα θα μετουσιωθούν. Ο θυμός, η οργή, η ζήλεια, ο φθόνος, η αγανάκτηση, η κατάκριση, η αχαριστία, η μελαγχολία, η κατάθλιψη, όλα θα γίνουν αγάπη, χαρά, λαχτάρα, θείος έρως. Παράδεισος!


Από το βιβλίο: «Βίος και Λόγοι», Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, έκδ. Ι. Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά, 2005

Πέμπτη, Απριλίου 01, 2010

Κυριακή του Πάσχα - Ανάσταση: η Νίκη του θανάτου

Χαίρετε και πάλι εν Κυρίω!

Αυτό το μικρό, αυθόρμητο και διδακτικό (κυρίως για τους γράφοντες) αφιέρωμα στην Αγία & Μεγάλη Εβδομάδα, που άντλησε - ως ήταν φυσικό και επομενο - τα κείμενά του απο διάφορους άλλους εγκυρότερους και αρτιότερους ιστοτόπους που βασίζονταν σε κείμενα Αγίων Πατέρων της Αγίας και Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, φτάνει με τη Χάρη του Θεού στο τέλος του με την αναφορά στην Κυριακή του Πάσχα (Ακολουθία Μεγάλου Σαββάτου - Ανάσταση Κυρίου!)

Αλλά για να μη λέμε τα δικά μας άχρηστα λόγια απολαύστε τον μετρ του είδους. Εξού και το προσωνύμιο "Χρυσόστομος" άλλωστε..!

Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου



Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο.Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει; Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ’ αυτό πώς θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους. Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.



Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν’ αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι’ αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται». Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι’ αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ’ αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό. Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύτηκε από τον διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ’ εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει τον ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός, με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία. Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μάς λύτρωσε απ’ την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μάς μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του». Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν καταδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του. Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ’ εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.

Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς; Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, τον διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ’ τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ’ όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον. «Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού. Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκες χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος και μεις στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο: «Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Πού είναι θάνατε η νίκη σου; Πού είναι Άδη το κεντρί σου;».
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Και κλείνω με την ευχή η Ανάσταση του Κυρίου μας να επιτελεστεί φέτος εντός των ψυχών ημών και κάτι μέσα από την Μεγάλη Εβδομάδα να αλλοιώσει την σκληρή μας καρδιά βάζοντας έστω και την εσχάτη ώρα μιαν αρχή μετανοίας. Κι Εκείνος θα αναλάβει τα υπόλοιπα όπως κάνει αιώνια απο καταβολής της κτίσεως..

Αμην!

Με αγάπη...όση ο Θεός με αξιώνει να έχω.

Χαράλαμπος

Αγία & Μεγάλη Παρασκευή - Άγιο & Μέγα Σάββατο

Συνεχίζοντας την σειρά μας μεταφέρω στην αγάπη σας ένα κείμενο Από το Βιβλίο «Μικρό Οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδος», του Αλέξανδρου Σμέμαν των Εκδόσεων "Ακρίτας".
(σ.σ.: Ακολουθίες που ζούμε το βράδυ της Αγίας & Μεγάλης Πέμπτης και το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής)

Από το φως της Μεγάλης Πέμπτης – με το Μυστικό Δείπνο: την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας – μπαίνουμε στο σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής, στην ημέρα δηλαδή του Πάθους του Κυρίου, του Θανάτου και της Ταφής Του.Στην πρώτη Εκκλησία αυτή η ημέρα, η Μεγάλη Παρασκευή, ονομαζόταν «Πάσχα του Σταυρού». Πραγματικά, αυτή η ημέρα, είναι η αρχή της Διάβασης, του Περάσματος, του οποίου το βαθύτερο νόημα θα μάς αποκαλυφθεί σιγά – σιγά, πρώτα στη θαυμαστή ησυχία του Μεγάλου και Ευλογημένου Σαββάτου και ύστερα, στη χαρά της Αναστάσιμης Ημέρας.
Ας δούμε πρώτα τι είναι αυτό το Σκοτάδι. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το σκοτάδι της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι απλά και μόνο συμβολικό ή αντικείμενο ανάμνησης. Πολύ συχνά, όταν συμμετέχουμε στις όμορφες και κατανυκτικές ακολουθίες αυτής της ημέρας, νιώθουμε την επιβλητική θλίψη που τις διακατέχει, αλλά ταυτόχρονα βιώνουμε και κάποιο αίσθημα αυτοθαυμασμού και αυτοδικαίωσης. Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια κάποιοι «κακοί» άνθρωποι θανάτωσαν το Χριστό. Σήμερα εμείς, οι «καλοί» Χριστιανοί, στολίζουμε πολυτελείς Τάφους στις Εκκλησίες μας! Δεν είναι αυτό τρανό σημάδι της καλοσύνης μας;... Ναι, αλλά η Μεγάλη Παρασκευή δεν ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με το παρελθόν. Δεν είναι μια απλή ανάμνηση γεγονότων, αλλά είναι ημέρα που αποκαλύπτεται η Αμαρτία και το Κακό, ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία μάς καλεί ν’ αναγνωρίσουμε την τραγική πραγματικότητά τους και τη δύναμή τους στον «κόσμο τούτο». Γιατί η Αμαρτία και το Κακό δεν εξαφανίστηκαν, αλλά, αντίθετα, αποτελούν ακόμα το βασικό νόμο του κόσμου και της ζωής μας. Αλλά μήπως και μεις, οι αυτοκαλούμενοι Χριστιανοί, συχνά δεν έχουμε τη λογική του κακού που είχαν οι Αρχιερείς των Εβραίων, ο Πόντιος Πιλάτος, οι Ρωμαίοι στρατιώτες και όλο εκείνο το πλήθος που μισούσε, βασάνιζε και φόνευε τον Χριστό;
Ποια στάση θα κρατούσαμε άραγε αν ζούσαμε στα Ιεροσόλυμα την εποχή του Πιλάτου; Αυτή είναι μια ερώτηση που απευθύνεται στον καθένα μας μέσα από τις λέξεις των ύμνων της Μεγάλης Παρασκευής. Τούτη η ημέρα είναι πραγματικά η «ημέρα του κόσμου τούτου», κρίνεται ο κόσμος μας, αληθινά και όχι συμβολικά, και καταδικάζεται. Είναι μια πραγματική και όχι τελετουργικά καταδίκη της ζωής μας... Είναι η αποκάλυψη της αληθινής φύσης «του κόσμου τούτου» που προτίμησε τότε, αλλά και τώρα συνεχίζει να προτιμάει, το σκοτάδι αντί το φως, το κακό αντί το καλό, το θάνατο αντί τη ζωή. Έχοντας καταδικάσει τον Χριστό σε θάνατο ο «κόσμος τούτος» καταδίκασε ταυτόχρονα και τον εαυτό του σε θάνατο. Στο μέτρο που και μεις αποδεχόμαστε το πνεύμα του «κόσμου τούτου», την αμαρτία του, την προδοσία του κατά του Θεού, είμαστε και μεις επίσης καταδικασμένοι. Αυτό είναι το πρώτο και φοβερά ρεαλιστικό νόημα της Μεγάλης Παρασκευής: μια καταδίκη σε θάνατο...
Αλλά αυτή η ημέρα, οπότε φανερώθηκε και θριάμβευσε το Κακό, είναι επίσης και ημέρα Λύτρωσης. Ο Θάνατος του Χριστού αποκαλύπτεται σωτήριος για μάς, γίνεται πηγή λύτρωσης. Και είναι αυτός ο Θάνατος σωτήριος γιατί είναι η πλήρης, η τέλεια και η υπέρτατη Θυσία. Ο Ιησούς Χριστός προσφέρει το Θάνατό Του στον πατέρα Του, τον προσφέρει επίσης και σε μάς. Στον πατέρα Του γιατί, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να «πατήσει» (να καταστρέψει) το θάνατο, να σώσει τους ανθρώπους από το θάνατο. Αυτό είναι και το θέλημα του πατέρα: οι άνθρωποι να σωθούν από το θάνατο δια του θανάτου. Σε μάς προσφέρει ο Χριστός το Θάνατό Του γιατί στην πραγματικότητα ο Χριστός πεθαίνει αντί για μας. Ο θάνατος είναι ο φυσικός καρπός της αμαρτίας, είναι η τιμωρία σαν φυσική συνέπεια της αποστασίας. Ο άνθρωπος διάλεξε να αποξενωθεί από τον Θεό, αλλά μη έχοντας ζωή αφ’ εαυτού του, πεθαίνει. Στον Χριστό δεν υπάρχει αμαρτία, επομένως δεν υπάρχει θάνατος. Δέχεται όμως να πεθάνει για μάς, μόνο και μόνο γιατί μάς αγαπάει. Προσλαμβάνει και μοιράζεται μαζί μας την ανθρώπινη φύση μέχρι τέλους. Παίρνει επάνω Του την τιμωρία (θάνατος) που η ανθρώπινη φύση έχει να πληρώσει, γιατί ο Χριστός προσλαμβάνει ολόκληρη τη φύση μας μαζί με το φορτίο του ανθρώπινου ξεπεσμού. Πεθαίνει ο Χριστός γιατί έχει ουσιαστικά ταυτίσει τον Εαυτό Του με μάς, έχει κυριολεκτικά επωμιστεί την τραγωδία της ανθρώπινης ζωής. Ο Θάνατος Του, λοιπόν, είναι η μεγαλειώδης αποκάλυψη της φιλανθρωπίας και της αγάπης Του. Και επειδή ο Θάνατός Του είναι αγάπη, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, αλλάζει αυτόματα η φύση του θανάτου. Από τιμωρία γίνεται πράξη που αντανακλά αγάπη και συγχώρεση, δηλαδή ο θάνατος γίνεται το τέλος της αποξένωσης από τον Θεό και της μοναξιάς. Η καταδίκη μετατρέπεται σε συγγνώμη, σε ζωή...


Τελικά, ο Θάνατος του Ιησού Χριστού είναι σωτήριος θάνατος επειδή εκμηδενίζει την πηγή του θανάτου: το Κακό. Ο Χριστός δέχεται το θάνατο από αγάπη για τον άνθρωπο, και προσφέρει τον Εαυτό Του στους φονευτές Του, οι οποίοι κερδίζουν φαινομενικά τη νίκη. Όμως στην ουσία αυτή η νίκη είναι η ολοκληρωτική και αποφασιστική ήττα του Κακού.

Για να θριαμβεύσει το Κακό θα πρέπει να εκμηδενίζεται το Καλό και να αποδεικνύει το Κακό σαν τέλεια αλήθεια για τη ζωή, να δυσφημίζεται το Καλό και, με μια λέξη, να φανερώνει το Κακό την υπεροχή του. Αλλά ύστερα από όσα έπαθε ο Χριστός, είναι ο μόνος που θριαμβεύει. Το Κακό δεν έχει την παραμικρή δύναμη επάνω Του, γιατί δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να δεχτεί το Κακό σαν αλήθεια. Έτσι με τον Χριστό η υποκρισία αποκαλύπτει το αληθινό πρόσωπό της σαν υποκρισία, ο φόνος σαν φόνος, ο φόβος σαν φόβος, και καθώς ο Ιησούς Χριστός σιωπηλά πορεύεται προς το Σταυρό και το Τέλος, η ανθρώπινη τραγωδία φτάνει στην αποκορύφωσή της. Ο θρίαμβος του Χριστού, η νίκη Του κατά του Κακού, η δόξα Του γίνονται όλο και περισσότερο εμφανή. Βλέπουμε δε σταδιακά αυτή τη νίκη να την αναγνωρίζουν, να την ομολογούν και να την διακηρύσσουν πρώτα η γυναίκα του Πιλάτου, ύστερα ο συσταυρωμένος ληστής και ο κεντηρίωνας. Και καθώς ο Χριστός πεθαίνει στο Σταυρό, αφού αποδέχτηκε ολόκληρη τη φρίκη του θανάτου: την απόλυτη μοναξιά («Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλειπες;»), δεν έμεινε παρά να ακουστεί η τελευταία ομολογία: «αληθώς Θεού Υιός ην ούτος»... Αυτός, λοιπόν, είναι ο Θάνατος, αυτή είναι η Αγάπη, η Υπακοή και η πληρότητα της Ζωής που καταστρέφει ό,τι έκανε το θάνατο παγκόσμιο μοιραίο προορισμό. «Και τα μνημεία ανεώχθησαν, και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη...» (Ματθ. 27, 53). Ήδη αρχίζει να ακτινοβολεί η ανάσταση... Αυτό είναι το διπλό μυστήριο της ημέρας αυτής, της Μεγάλης Παρασκευής, και οι ακολουθίες με τους υπέροχους ύμνους το αποκαλύπτουν και μάς καλούν να συμμετέχουμε σ’ αυτό.


Στους ύμνους της ημέρας αυτής βλέπουμε από τη μια μεριά τη διαρκή έμφαση στο πάθος του Χριστού σαν την αμαρτία των αμαρτιών, το έγκλημα των εγκληματιών. Στον Όρθρο, που γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, διαβάζονται τα δώδεκα Ευαγγέλια των Παθών του Κυρίου. (Συνηθίζουμε να λέμε έτσι δώδεκα Ευαγγελικά αναγνώσματα διαλεγμένα από τα Ευαγγέλια των τεσσάρων Ευαγγελιστών της Καινής Διαθήκης). Τα δώδεκα, λοιπόν, αυτά Ευαγγελικά αποσπάσματα μάς βοηθούν να παρακολουθήσουμε βήμα με βήμα όλα τα πάθη του Χριστού. Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί διαβάζονται οι Ώρες στη θέση της Θείας Λειτουργίας. Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η μοναδική ημέρα του έτους κατά την οποία δεν τελείται Θεία Λειτουργία. Και αυτό ακόμα δείχνει πως το Ιερό Μυστήριο της Παρουσίας του Χριστού (η Θεία Ευχαριστία) δεν ανήκει στον «κόσμο τούτο», στον κόσμο της αμαρτίας, του σκότους και του θανάτου, αλλά είναι το Μυστήριο του «κόσμου που έρχεται». Μετά τις Ώρες ακολουθεί ο Εσπερινός και στο τέλος γίνεται η Αποκαθήλωση του Κυρίου από το Σταυρό και ο ενταφιασμός Του.

Οι ύμνοι, στις ακολουθίες αυτές, και τα αναγνώσματα είναι γεμάτα από σοβαρές κατηγορίες εναντίον αυτών που με τη θέλησή τους και ελεύθερα αποφάσισαν να φονεύσουν τον Χριστό δικαιολογώντας αυτόν το φόνο με τη θρησκεία τους, την υπακοή στην πολιτεία τους και για λόγους πρακτικούς ή για λόγους επαγγελματική υπακοής.


Από την άλλη μεριά βλέπουμε, στους ύμνους της Μεγάλης Παρασκευής, τη θυσία της αγάπης που προετοιμάζει την τελική νίκη, να είναι επίσης παρούσα εντελώς από την αρχή. Το πρώτο από τα δώδεκα Ευαγγέλια του Όρθου (Ιω. 13, 31 -18, 1) αρχίζει με τη γεμάτη ιεροπρέπεια αναγγελία του Χριστού: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του ανθρώπου, και ο Θεός εδοξάσθη εν αυτώ». Στο παρακάτω στιχηρό –ένα από τα τελευταία του Εσπερινού της ημέρας- διαφαίνεται καθαρά η ανατολή του φωτός, ζωντανεύει η ελπίδα και η βεβαιότητα ότι «με το θάνατο θα νικηθεί ο θάνατος...».


«Ότε εν τω τάφω τω κενώ,
υπέρ του παντός κατετεθής,
ο Λυτρωτής του παντός,
Άδης ο παγγέλαστος, ιδών σε έπτηξεν
οι μοχλοί συνετρίβησαν,
εθλάσθησαν πύλαι,
μνήματα ανοίχθησαν, νεκροί ανίσταντο.
Τότε ο Αδάμ ευχαρίστως, χαίρων ανεβόα σοι
Δόξα τη συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε.»

Όταν στο τέλος του Εσπερινού μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου και αφού γίνει η αποκαθήλωση, βάζουμε στο κέντρο του ναού τον Επιτάφιο με την εικόνα του Κυρίου στον τάφο, όταν πια η μεγάλη αυτή ημέρα βρίσκεται στο τέλος, ξέρουμε ότι και μεις βρισκόμαστε στο τέλος της μακράς ιστορίας της σωτηρίας και της λύτρωσης. Η Έβδομη Ημέρα, «Ημέρα της αναπαύσεως», το ευλογημένο Σάββατο έρχεται. Μαζί του έρχεται η αποκάλυψη του Ζωηφόρου Τάφου...
Από το Βιβλίο
«Μικρό Οδοιπορικό της Μεγάλης Εβδομάδος» - Αλέξανδρος Σμέμαν - Εκδόσεις Ακρίτας

Με αγάπη

Χαράλαμπος

Αγία & Μεγάλη Πέμπτη

Και για να μην χαθεί η σειρά σας παραθέτω λίγα σχόλια πάνω στο τροπάριο του Ιερού Νιπτήρος που ψάλλεται στις εκκλησίες μας την Αγία & Μεγάλη Τετάρτη, από τον Γέροντα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο.

(σ.σ.: Ακολουθία που ζήσαμε το χθεσινό βράδυ της Αγίας & Μεγάλης Τετάρτης - Ακολουθία του Νιπτήρος)

To ακόλουθο γνωστό τροπάριο της Μεγάλης Πέμπτης μάς μιλάει για τον ιερό Νιπτήρα και περικλείει πολλά μηνύματα.

"Ότε οι ένδοξοι μαθηταί εν τω νιπτήρι του δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας, εσκοτίζετο· και ανόμοις κριταίς σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον δια ταύτα αγχόνη χρησάμενον· φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την Διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν. Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε, δόξα σοι."

Η ερμηνευτική απόδοση στη νεοελληνική από τον φωτισμένο Γέροντα Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο είναι η εξής:

"Όταν οι μαθηταί κατά τον Μυστικόν Δείπνον εφωτίζοντο (με το φως της εμπράκτου ταπεινοφροσύνης) δια της νίψεως των ποδών των υπό του Κυρίου, ο Οποίος ούτω πολύ τους ετίμησε και τους εδόξασε, τότε ο ασεβής Ιούδας, προσβληθείς από την νόσον της φιλαργυρίας, εσκοτίζετο (εις τον νουν) και (μετ’ ολίγον) παραδίδει Σέ, τον Δίκαιον Κριτήν, εις παρανόμους δικαστάς. Συ λοιπόν, άνθρωπε, που αισθάνεσαι σφοδρόν έρωτα δια τα χρήματα, έχε πάντοτε προ οφθαλμών τον Ιούδαν, ο οποίος, εξ αιτίας της αγάπης των χρημάτων, κατήντησε να (προδώση τον Κύριον και έπειτα να) απαγχονισθή (από την απελπισίαν του). Απόφευγε το πάθος της απληστίας που είχεν η ψυχή του Ιούδα, η οποία (εξ αιτίας αυτού του πάθους) απετόλμησε τοιαύτας πράξεις εναντίον του Διδασκάλου Χριστού. Δόξα εις Σέ, Κύριε, που είσαι αγαθός προς όλους (ακόμη και προς τους κακούς και αχαρίστους)."

Πηγή: Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ ΜΕΤΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ, υπό π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Και λίγα λόγια για την προδοσία του Ιούδα από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυστόστομο.

«Τότε, αφού πήγε στους αρχιερείς ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, είπε, τι θέλετε να μού δώσετε για να σας τον παραδώσω;»[...]


Και ακριβώς όταν η πόρνη μετανοούσε, όταν καταφιλούσε τα πόδια του Κυρίου, τότε πρόδινε το Διδάσκαλο ο μαθητής. Γι’ αυτό είπε «τότε», για να μην κατηγορήσεις για αδυναμία το Διδάσκαλο, όταν βλέπεις τον μαθητή του να τον προδίνει. Γιατί τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του Διδασκάλου, ώστε να πείθει να Τον ακολουθούν ακόμη και οι πόρνες.

Θα αναρωτιόταν όμως κανείς, Εκείνος που είχε τη δύναμη να μεταστρέφει τις πόρνες και να τις κάνει να Τον ακολουθούν, δεν κατάφερε να κερδίσει την αγάπη του μαθητή του; Είχε τη δύναμη να κερδίσει το μαθητή, αλλά δεν επιθυμούσε να τον μεταβάλει αναγκαστικά στο καλό, ούτε με τη βία να τον προσελκύσει κοντά Του. «Τότε, αφού πήγε». Και το «αφού πήγε» αυτό δεν στερείται κάποιας σημασίας. Γιατί δεν κάλεσαν οι αρχιερείς τον Ιούδα, ούτε αναγκάστηκε, ούτε υποχρεώθηκε, αλλά ο ίδιος μόνος του κι ελεύθερα γέννησε την πονηρή αυτή σκέψη κι έβγαλε αυτή την απόφαση, χωρίς να έχει κανέναν σύμβουλο σ’ αυτό το πονηρό του έργο. «Τότε, αφού πήγε... ένας από τους δώδεκα». Τι σημαίνει το «ένας από τους δώδεκα»; Και αυτός ο λόγος «ένας από τους δώδεκα» δείχνει πως η κατηγορία του Ιούδα είναι πολύ μεγάλη. Γιατί ο Ιησούς είχε και άλλους μαθητές, εβδομήντα συνολικά. Αλλά εκείνοι βρίσκονταν σε δεύτερη θέση και δεν απολάμβαναν τόση τιμή, ούτε είχαν τόση οικειότητα με τον Διδάσκαλο, ούτε γνώριζαν τόσο τα μυστικά Του όσο οι δώδεκα. Αυτοί προπάντων ήταν οι εκλεκτοί, αυτοί αποτελούσαν τον στενό κύκλο του Βασιλιά, αυτοί αποτελούσαν την ομάδα που ήταν κοντά στο Διδάσκαλο, και από αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας. Για να μάθεις, λοιπόν, ότι δεν Τον πρόδωσε απλώς κάποιος από τους μαθητές Του, αλλά ένας από τους εκλεκτούς Του, γι’ αυτό αναφέρει ο Ευαγγελιστής το «ένας από τους δώδεκα». Και δε ντρέπεται ο Ματθαίος να το αναφέρει. Αλλά για ποιο λόγο να ντραπεί; Το αναφέρει για να μάθεις πως παντού και πάντα λένε οι Ευαγγελιστές την αλήθεια και δεν αποκρύπτουν τίποτα, ακόμη και αυτά που θεωρούνται αξιοκατάκριτα. Γιατί αυτά που φαίνονται πως είναι αξιοκατάκριτα, αυτά αποδεικνύουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Ότι δηλαδή προσέφερε τόσα πολλά αγαθά στον προδότη, το ληστή, τον κλέφτη (τον Ιούδα) και συνέχιζε μέχρι την τελευταία στιγμή να τον έχει κοντά Του. Και μάλιστα τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και τον φρόντιζε με κάθε τρόπο. Αν εκείνος δεν έδινε σημασία, δεν φταίει ο Κύριος. Και μάρτυρας είναι η πόρνη, και μη πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τον Ιούδα. Γιατί και τα δύο αυτά είναι ολέθρια, και το υπέρμετρο θάρρος και η απελπισία (απόγνωση). Γιατί το υπέρμετρο θάρρος κάνει να πέσει κάτω αυτός που στέκεται όρθιος, και η απελπισία εμποδίζει να σηκωθεί αυτός που έχει πέσει. Γι’ αυτό και ο Παύλος συμβούλευε λέγοντας: «Αυτός που νομίζει πως στέκεται, ας προσέχει μην πέσει».

Έχεις τα παραδείγματα και των δύο πώς έπεσε δηλαδή ο μαθητής, που νόμιζε πώς στεκόταν όρθιος, και πως σηκώθηκε η πόρνη που είχε πέσει. Η σκέψη μας εύκολα παρασύρεται και η θέλησή μας είναι ευμετάβλητη. Γι’ αυτό πρέπει να διαφυλάσσουμε και να οχυρώνουμε τον εαυτό μας από παντού.[...]

 
Τι θέλετε να μού δώσετε, κι εγώ θα σάς Τον παραδώσω». Πες μου Ιούδα, αυτά σου έμαθε ο Χριστός; Γι’ αυτό το λόγο δεν έλεγε, «μην αποκτήσετε χρυσά νομίσματα, ούτε ασημένια, ούτε χάλκινα που να τα φυλάγετε στις ζώνες σας», θέλοντας να περιορίσει από πιο μπροστά τη φιλαργυρία σου;[...]
«Τι θέλετε να μού δώσετε, κι εγώ θα σάς Τον παραδώσω». Πολύ σκληρά είναι τα λόγια αυτά. Πες μου, μπορείς εσύ να παραδώσεις Εκείνον που συγκρατεί τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που διατάσσει τη θάλασσα και είναι ο Κύριος όλων όσων υπάρχουν στη φύση; Για να περιορίσει λοιπόν τη παραφροσύνη του και για να δείξει πως αν δεν ήθελε, δεν θα προδιδόταν, άκουσε τι κάνει. Κατά την ώρα ακριβώς της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες και πυρσούς, τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» και δεν γνώριζαν Εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ έλειπε η δύναμη από τον Ιούδα στο να παραδώσει τον Κύριο, ώστε δεν Τον έβλεπε τη στιγμή που επρόκειτο να Τον παραδώσει, ενώ ήταν παρών, και όλα αυτά τη στιγμή που υπήρχαν τόσες λαμπάδες και τόση φωτοχυσία. Αυτό βέβαια υπενίχθηκε και ο Ευαγγελιστής λέγοντας ότι είχαν λαμπάδες και πυρσούς και δεν τον έβλεπαν. Και κάθε ημέρα του το υπενθύμιζε και με λόγια και με έργα, ότι δηλαδή δεν θα μπορέσει να Τον προδώσει στα κρυφά. Και μάλιστα δεν του έκανε (ο Κύριος) παρατηρήσεις φανερά μπροστά σε άλλους, για να μην τον κάνει πιο αδιάντροπο, ούτε πάλι αποσιωπούσε τα σφάλματά του, για να μην νομίζει ότι περνούν απαρατήρητα και επιχειρήσει άφοβα την προδοσία, αλλά διαρκώς έλεγε: «Ένας από εσάς θα με παραδώσει», δεν τον φανέρωσε όμως.
Είπε πολλά (ο Κύριος) και για την κόλαση, πολλά και για τη Βασιλεία των ουρανών και απέδειξε τη δύναμη που είχε και για τα δύο, και για να τιμωρεί τους αμαρτωλούς και για να ανταμείβει τους δικαίους. Αλλά εκείνος (ο Ιούδας) όλα αυτά τα περιφρόνησε, ο Θεός όμως δεν τον ανακάλεσε με τη βία από αυτό που αποφάσισε. Επειδή λοιπόν μάς δημιούργησε ελεύθερους να διαλέγουμε τις κακές ή τις ενάρετες πράξεις, επιθυμεί να είμαστε καλοί με τη θέλησή μας. Γι’ αυτό αν εμείς δεν θέλουμε, ούτε μάς πιέζει ούτε μάς αναγκάζει. Επειδή αυτός που γίνεται με τη βία ενάρετος, δεν είναι δυνατόν να είναι ενάρετος. Αφού λοιπόν κι εκείνος ήταν ελεύθερος να διαλέξει και ήταν σε θέση να μην υποστεί βία για να κλίνει προς τη φιλαργυρία, γι’ αυτό τυφλώθηκε η σκέψη του, πρόδωσε τη σωτηρία του και είπε: «Τι θέλετε να μού δώσετε, κι εγώ θα σάς Τον παραδώσω». Επικρίνοντας τη διανοητική του τύφλωση και την αναισθησία, ο Ευαγγελιστής λέει ότι την ώρα που πήγαν να συλλάβουν τον Κύριο, βρισκόταν μαζί τους και ο Ιούδας, εκείνος που είπε «τι θέλετε να μού δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Και όχι μόνο από αυτό είναι δυνατόν να δούμε τη δύναμη του Χριστού, αλλά και απ’ ότι μόλις Εκείνος απλώς μίλησε, απομακρύνθηκαν κι έπεσαν κάτω. Επειδή όμως ούτε μ’ αυτόν τον τρόπο δεν σταμάτησαν το επαίσχυντο έργο τους, παραδίνεται αμέσως σαν να έλεγε: Εγώ έκανα το καθήκον μου, αποκάλυψα τη δύναμή μου και απέδειξα ότι επιχειρείτε πράγματα ακατόρθωτα. Θέλησα να περιορίσω την κακία σας, αλλά επειδή εσείς δεν θελήσατε και επιμένετε στην παραφροσύνη σας, να, σας παραδίνομαι.
Τα ανέφερα όλα αυτά, για να μην κατηγορήσουν μερικοί τον Χριστό, και πουν: γιατί δεν μετέστρεψε τον Ιούδα;

Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Με αγάπη

Χαράλαμπος

Αγία & Μεγάλη Τετάρτη

Καλημέρα σας!

Εύχομαι να κρατάτε ψηλά τον πήχυ του Καλού Αγώνα και να βιώνετε με τη Χάρη του Θεού το πάθος του Κυρίου μας που φτάνει σε λίγες ώρες. Αν και για την κάθε ψυχή χωριστά αυτό μπορεί να συμβαίνει κάθε ώρα και κάθε στιγμή μετανοίας..αφού ο Θεός είναι πέρα και πάνω απο το χρόνο.
Και μιας και ο φίλος Γεώργιος ξεκίνησε να μας γράφει λίγα λόγια για κάθε μία από τις μέρες της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος, δεν θέλησα να χαλάσω αυτήν την όμορφη σειρά και έτσι σας μεταφέρω κι εγώ λίγα λόγια για την Αγία & Μεγάλη Τετάρτη.
(Σ.Σ. για να μην μπερδευόμαστε πρόκειται για την ακολουθία που ζήσαμε το βράδυ της Αγίας & Μεγάλης Τρίτης)

Αγία &Μεγάλη Τετάρτη


« Τὴ Αγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη,
τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρω Πόρνης γυναικός,
μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν,
ὅτι πρὸ τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε».

Βρισκόμαστε στο μέσο της Μεγάλης Εβδομάδας. Το γεγονός που έρχεται η Εκκλησία να μας θυμίσει, λαμβάνει χώρα δύο ημέρες πριν οδηγηθεί ο Ιησούς Χριστός στο Σταυρό. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος είναι αυτός που εξιστορεί τι έγινε εκείνη την ημέρα:



Ο Ιησούς βρισκόταν στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Εκεί εμφανίστηκε μια γυναίκα κρατώντας ένα μπουκαλάκι με ακριβό μύρο. Ζήτησε συγχώρεση από τον Υιό του Θεού, επειδή ήταν πόρνη, και έριξε αυτό το μύρο στα μαλλιά και τα πόδια Του τα οποία και σκούπισε με τα δικά της μαλλιά. Οι μαθητές του Ιησού, θεώρησαν την πράξη αυτή μεγάλη σπατάλη, αφού θα μπορούσαν να πουλήσουν το μύρο και με τα χρήματα που θα έπαιρναν να βοηθούσαν τους φτωχούς. Ο Ιησούς παίρνοντας το μέρος της γυναίκας, επίπληξε τους μαθητές του, λέγοντας τους ότι η γυναίκα αυτή του έκανε καλό, αφού με αυτό το μύρο τον ετοίμασε για την ταφή. Τους θύμισε ότι τους φτωχούς θα μπορούν να τους βοηθούν καθ' όλη την διάρκεια της ζωής τους, ενώ Εκείνον θα τον έχουν για λίγο ακόμα. Την συγχώρησε για τις αμαρτίες της και, προφητικά μιλώντας, είπε ότι η πράξη της αυτή θα αναφέρεται στο Ευαγγέλιο που θα κηρυχθεί σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας, αυτή η αναφορά, ένα μνημόσυνο γι' αυτήν. Τότε ο Ιούδας έφυγε και πήγε να συναντήσει τους Αρχιερείς. Τους ρώτησε τι θα του δώσουν για να τους παραδώσει τον Χριστό, και αυτοί του υποσχέθηκαν τριάντα αργύρια.

Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης, στις εκκλησίες μας, τελείται το Μυστήριο του Μεγάλου Ευχελαίου. Κατά την διάρκεια του, διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά Ευχές. Ευλογείται έτσι το λάδι με το οποίο ο ιερέας «σταυρώνει» τους πιστούς στο μέτωπο, στο πηγούνι, στα μάγουλα και στις παλάμες.

Το Μυστήριο του Ευχελαίου, μπορεί να τελεστεί και εκτός ναού, όποτε το ζητήσει ένας πιστός από τον ιερέα της ενορίας του. Και τότε, όταν τελείται δηλαδή σε κάποιο σπίτι, διαβάζονται επτά Ευαγγέλια και επτά Ευχές. Το λάδι του Ευχελαίου θεωρείται θεραπευτικό. Κατά την διάρκεια του μυστηρίου ο ιερέας ανάβει ένα κερί για κάθε Ευαγγέλιο που διαβάζει. Αυτό κάνουν και μερικοί πιστοί κατά την διάρκεια του Μεγάλου Ευχελαίου, στην εκκλησία, την Μεγάλη Τετάρτη.

Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, οι γυναίκες πηγαίνουν στο Μεγάλο Ευχέλαιο, έχοντας μαζί τους μια σουπιέρα με αλεύρι. Σε αυτό στερεώνουν τρία κεριά, τα οποία καίνε κατά την τέλεση του Μυστηρίου. Το αλεύρι αυτό, το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τα πασχαλινά κουλούρια την επόμενη ημέρα. Το πολύτιμο εκείνο μύρο, που η γυναίκα εκείνη άλειψε το κεφάλι και τα πόδια του Ιησού, και στη συνέχεια το σκούπισε με τις τρίχες της κεφαλής της, εκτιμήθηκε 300 δηνάρια. Απ’ τους Μαθητές, ο φιλάργυρος Ιούδας δήθεν σκανδαλίζεται, για την απώλεια τέτοιου μύρου.
Κοντάκιον Ἦχος β'

«Ὑπὲρ τὴν Πόρνην Ἀγαθὲ ἀνομησας, δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοὶ προσήξα, ἀλλὰ σιγὴ δεόμενος προσπίπτω σοί, πόθω ἀσπαζόμενος, τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ὅπως μοὶ τὴν ἄφεσιν, ὡς Δεσπότης παράσχης, τῶν ὀφλημάτων κράζοντι Σωτήρ. Ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥύσαί με».
Ὁ Οἶκος

«Ἡ πρώην ἄσωτος Γυνή, ἐξαίφνης σώφρων ὤφθη, μισήσασα τὰ ἔργα, τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας, καὶ ἡδονὰς τοῦ σώματος, διενθυμουμένη τὴν αἰσχύνην τὴν πολλήν, καὶ κρίσιν τῆς κολάσεως, ἣν ὑποστῶσι πόρνοι καὶ ἄσωτοι, ὧν πὲρ πρῶτος πέλω, καὶ πτοοῦμαι, ἀλλ' ἐμμένω τὴ φαύλη συνηθεία ὁ ἄφρων, ἡ Πόρνη δὲ γυνή, καὶ πτοηθεῖσα, καὶ σπουδάσασα ταχύ, ἦλθε βοῶσα πρὸς τὸν Λυτρωτήν. Φιλάνθρωπε καὶ οἰκτίρμον, ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥύσαί με».

Ευαγγελική περικοπή εις τον Όρθρο (Ιωαν. 12: 17-50)

«17 Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ' αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 18 διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. 19 οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· Θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν. 20 Ἦσαν δὲ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. 21 οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν. 22 ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· 23 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει. 25 ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. 26 ἐὰν ἐμοί διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ. 27 Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω; Πάτερ, σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. 28 πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. 29 ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· Ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν. 30 ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Οὐ δι' ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι' ὑμᾶς. 31 νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω· 32 κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. 33 τοῦτο δὲ ἔλεγεν σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. 34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· Ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; 35 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ' ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει. 36 ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ' αὐτῶν. 37 Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν, 38 ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; 39 διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν Ἡσαΐας· 40 Τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. 41 ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδεν τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ. 42 ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· 43 ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. 44 Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν· Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ, ἀλλ' εἰς τὸν πέμψαντά με, 45 καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. 46 ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. 47 καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον. 48 ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· 49 ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ' ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί εἴπω καὶ τί λαλήσω· 50 καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν. ἃ οὖν λαλῶ ἐγὼ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ».

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ΄

«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός,
καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα,
ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα.
Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῶ ὕπνω κατενεχθής,
ἵνα μῄ τῶ θανάτω παραδοθής,
καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθής,
ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός,
διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς».

Με αγάπη σε όλους

Καλόν Αγώνα μέχρι τέλους!

Χαράλαμπος