Τρίτη, Φεβρουαρίου 19, 2013

«Τα σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής». Δημήτρης Νατσιός (Δάσκαλος Κιλκίς)



«Κάλλιο γνώση παρά γρόσι». Από τα χρόνια της δουλείας μας έρχεται η σοφή παροιμία του λαού μας, που εξεικονίζει τον ζήλο των προγόνων μας για τα γράμματα. Αλλά για ποια γράμματα; Εκείνο το φαινομενικώς απλοϊκό τραγουδάκι του «Κρυφού Σχολειού», το «φεγγαράκι μου λαμπρό», μας λέει ότι τα σκλαβόπουλα, «μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά», άκουγαν από το στόμα τού παπά για γράμματα και σπουδάματα, αλλά, κυρίως, θέριευαν την αποσταμένη ελπίδα με «του Θεού τα πράματα».

Όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Σίμος Μενάρδος, στα χρόνια της φρικτής Οθωμανοκρατίας  «…η ψυχή του Έθνους αγρυπνούσε. Φτωχοί παπάδες και δάσκαλοι, που ετρέφοντο με λίγο ψωμί, είχαν το σθένος εις το βάθος της ψυχής των, σθένος ποιητών. Καταλάβαιναν την ευθύνην που τους εβάρυνε να συνεχίσουν την ελληνικήν παράδοσιν, διηγούντο εις τα Ελληνόπουλα ποια ήταν άλλοτε η πατρίδα τους και τους εδίδασκαν δύο ονόματα: Ελλάς και ελευθερία». (αρχ. Ιω. Αλεξίου, «Η Παιδεία στην Τουρκοκρατία», εκδ. «Ζωής», σελ. 181).

Από εκείνα τα σχολεία και με τέτοιους δασκάλους «αποφοίτησαν» τα λιοντάρια του ’21. Μα και ο άγιος των σκλάβων, ο Πατροκοσμάς, τα ίδια δεν κανοναρχούσε στο Γένος; «Το σχολείον ποτίζει την ψυχή και ανοίγει τες εκκλησιές» κήρυττε, γιατί γνώριζε ο άγιος ότι τα προσανάμματα της εθνικής ελευθερίας τα προσφέρει του Χριστού η πίστη η αγία.  
Ο πρώτος και τελευταίος ίσως Ρωμηός Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, είχε συλλάβει εναργέστατα ότι για να «σταθεί» το αρτιγενές κράτος στην χορεία των «πεπολιτισμένων» εθνών της Εσπερίας πρέπει η Παιδεία του να αρδεύεται από τις αείχλωρες πηγές της ρωμαίικης παράδοσης, ειδάλλως καταντά «παλιόψαθα των εθνών».
Γράφει σε επιστολή του προς τον Μουστοξύδη μεταξύ άλλων. «Τα σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής». (Ι. Καποδίστρια, «Κείμενα», εκδ. ΟΕΔΒ, σελ. 75).

Αυτά τα τρία είναι τα ψηλώματα, οι κορυφές με τις οποίες φτερούγιζε ο λαός για τόσους αιώνες: η πίστη (η χριστιανική αγωγή), η πατρίδα (η εθνική αγωγή) και η οικογένεια (η ηθική αγωγή), που τα πρώτα ανεξίτηλα μαθήματά της τα λαμβάνει ο άνθρωπος από την κατ’ οίκον Εκκλησία. Και αν επί επταετίας διαπομπεύτηκε το τρίπτυχο των ελληνοσώτειρων αρετών, λόγω της μετατροπής τους σε ιδεολόγημα, δίδοντας ταυτόχρονα και μια ουρανόπεμπτη πρόφαση στους ψευτοπροοδευτικούς να επιπέσουν αργότερα και να μαγαρίσουν και την πατρίδα και την «θρησκεία» και την οικογένεια, εν τούτοις πάντοτε στην ιστορία μας πολεμούμε γι’ αυτά τα τρία πολυτίμητα. Δεν ήταν εφεύρημα των Απριλιανών. Η ημιμάθειά τους τα αμαύρωσε. 

Θυμίζω. Τον παιάνα που διασώζει ο Αισχύλος στο έργο του «Πέρσαι» (Στιχ. 402-5).

«Ω παίδες Ελλήνων, ίτε
ελευθερούτε πατρίδ’ (η πατρίδα),
ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας (η οικογένεια), θεών τε πατρώων έδη (η θρησκεία), θήκας προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών»
.

Την Δευτέρα 28 Μαϊου του 1453 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος μιλά στον λαό ως «ο ποιμήν ο καλός», που «την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». «Όσοι συνάχθηκαν και τον άκουσαν, ήταν σαν να κάθισαν γύρω από το τραπέζι του Μυστικού Δείπνου», γράφει ο Παν. Κανελλόπουλος.
Διέσωσε ο πιστός του συμβουλάτορας Σφραντζής τα λόγια του ήρωα βασιλέα: «Καλώς ουν οίδατε αδελφοί, ότι… οφειλέται κοινώς εσμέν ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν… υπέρ της πίστεως ημών… (η θρησκεία) υπέρ της πατρίδος… υπέρ του βασιλέως ως Χριστού του Κυρίου… υπέρ συγγενών και φίλων…». (η οικογένεια). («Ελληνορθόδοξη Πορεία» επιμ. Κ. Χολέβας, σελ. 126).
Αυτά τα τρία τιμαλφή λαμπρύνουν το Συναξάρι του Γένους – οι ήρωες της πατρίδος – και κοσμούν το Εικονοστάσι της Εκκλησίας – οι άγιοι και οι μάρτυρες.

Όταν έλεγε ο Μακρυγιάννης «γι’ αυτά πολεμήσαμεν» αυτό εξυπονοούσε…
Αυτή η Παιδεία, η βαπτισμένη στην κολυμπήθρα της Ελληνορθοδοξίας, βαστούσε, παρ’ όλο που η λεγόμενη πνευματική ηγεσία του τόπου πάλευε για την νεκρανάσταση της αρχαίας Αθήνας (Κοραής), μήπως και μας αποδεχθεί η Ευρώπη. Ο Κολοκοτρώνης, ο αγράμματος αυτός άνθρωπος, ο μόλις γνωρίζων να συλλαβίζει, είχε σαφέστατη αντίληψη του σκοπού της μορφώσεως.
Αποτεινόμενος τον Νοέμβριο του 1838 από τον λόφο της Πνύκας προς τους συγκεντρωμένους εκεί μαθητές των Αθηνών, τους είπε επιγραμματικότατα: «Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μη γίνη σκεπάρνι μόνο για το άτομό σας, αλλά να κυττάξη το καλό της κοινότητος και μέσα εις το καλόν αυτό βρίσκεται και το δικό σας», λόγια που υπενθυμίζουν την ρήση του μεγάλου Περικλή στους Αθηναίους: «Καλώς μεν γαρ φερόμενος ανήρ το καθ’ εαυτόν διαφθειρόμενης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλληται, κακοτυχών δε εν ευτυχούση πολλώ μάλλον διασώζεται». (Θουκυδ. Β’ 60).
Μεταφράζει ο Ελευθέριος Βενιζέλος «διότι ο άνθρωπος που ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφή, χάνεται κι αυτός μαζί της, ενώ είναι πολύ μάλλον πιθανόν ότι θα σωθή, εάν κακοτυχή μεν ο ίδιος, η πατρίς του όμως ευτυχή».

Αυτό δεν είναι το «είμαστε στο εμείς» του Μακρυγιάννη; Παιδεία χωρίς το ευλογημένο «εμείς», είναι μια «Παιδεία», «μία βιομηχανία που παράγει τους ψευτομορφωμένους και τους νεόπλουτους της μάθησης, που έχουν την ίδια κίβδηλη ευγένεια με τους νεόπλουτους του χρήματος», γράφει ο Σεφέρης (Δοκιμές, τ. Α’, σελ. 236, εκδ. «Ίκαρος»).

(Τι ωραία το διατύπωσε αυτό ο οσιακής μνήμης Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης, όταν έλεγε: «Κλείνουμε λάθος την αντωνυμία. Λέμε εγώ, εσύ, αυτός, αντί να λέμε αυτός, εσύ, εγώ»).

Ο τύπος αυτός του ελληνορθόδοξου σχολείου βαστούσε ως την εποχή που άρχισε να δρουν και να το επηρεάζουν οι πειραματισμοί, οι αλχημείες που ονομάστηκαν πομπωδώς εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Φαινόμενο που παρουσιάστηκε στην αυγή του 20ου αι. και εντάθηκε κατά την μεταπολίτευση.
Μέχρι τότε το σχολείο με τον κακοπληρωμένο, αλλά ψυχωμένο εκείνο δάσκαλο, στάθηκε θεματοφύλακας των τιμαλφών αξιών του Γένους, της ρωμαίικης παράδοσης, από τον Τρωικό πόλεμο και τον Όμηρο έως τον Παλαιολόγο και την Επανάσταση του ’21.
Οι «παλιοί» οι δάσκαλοι δεν ήξεραν πολλά πράγματα από το τι γινότανε έξω από τα σύνορα του κράτους, δεν κατείχαν μεταπτυχιακά και «ντοκτορά», γνώριζαν όμως αρχαία Ελληνικά και την ιστορία μας και μετέδιδαν την φλόγα της ψυχής τους, πολλές φορές με πολλή ρητορική, αλλά πάντοτε με πνευματική εντιμότητα και ευθύνη.
Και ξεσκόλιζαν εκείνα τα σχολεία «δασκαλούδια», οπλισμένα με τον γερό πολιτισμό του Γένους, που έβγαζαν ασπροπρόσωπες τις κοινωνίες που τα ανέθρεφαν.
Αυτό το σχολείο όμως το κλόνισε στην ψυχή του Έθνους η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ό,τι δεν είχε πρόσφατη ημερομηνία λήξεως θεωρήθηκε αντιδραστικό, συντηρητικό και εξοβελίστηκε. Η γλώσσα, αμυντήριο αήττητο του λαού, κατακρεουργήθηκε, η παράδοση διαπομπεύτηκε, η πίστη περιθωριοποιήθηκε, η φιλοπατρία ποινικοποιήθηκε. Και έτσι από το σχολείο των «ιερών γραμμάτων», φτάσαμε στα «άθεα γράμματα».

«Τ’ άθεα γράμματα παραμέρισαν τους αγίους και τους αγωνιστές και βάλανε στο κεφάλι του έθνους, ξένους κι άπιστους γραμματισμένους, που πάνε να νοθέψουνε τη ζωή μας. Τα άθεα γράμματα κόψανε το δρόμο του έθνους και το αμποδάνε να χαρεί τη λευτεριά του» έλεγε ο «Παπουλάκος» του Κ. Μπαστιά.
Τέτοια «άθεα γράμματα που υφαίνουνε το σάβανο του Γένους» διδάσκονται σήμερα στα σχολεία μέσω των επικίνδυνων σχολικών βιβλίων.

Παράδειγμα:

Έχω μπροστά μου, «τρεις γενιές» θα έλεγα, βιβλίων γλώσσας Στ’ Δημοτικού, που παλαιότερα τα ονομάζαμε «Αναγνωστικά», γιατί μέσω αυτών γινόταν και ανάγνωση του πολιτισμού μας. 
Του 19641983 και 2006 αντίστοιχα.
Το πρώτο ξεκινά με βυζαντινή εικόνα «Ο Χριστός ευλογών τα παιδιά», 
το δεύτερο, μ’ ένα απόσπασμα της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, 
στο τρίτο, το νεοταξικό, θα βρεις άσκηση με την οποία οι μαθητές καλούνται να γράψουν μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Καραγκιόζης και η… Κοκκινοσκουφίτσα.

Στα παλιά βιβλία μοσχοβολούσαν τα κείμενα για ήρωες και αγίους, σμίλευε ο δάσκαλος ψυχές. Στα νέα, του Νέου Σχολείου, 
περισσεύουν τα μίζερα, τα καταθλιπτικά, τα σχιζοφρενικά κείμενα.
Παιδεία χωρίς Χριστό, εκπαίδευση ξέψυχη, που ετοιμάζει τους αυριανούς Γενίτσαρους, εκπαίδευση που «γέμισε τα παιδιά με μιαν αρρωστιάρικη ανησυχία για το πώς θα βγάλουν το ψωμί τους μονάχα».

Και θα κλείσω με τη φωνή που μας έρχεται από το περιβόλι της Παναγίας μας. Το 1984 οι Αγιορείτες Πατέρες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Κυκλοφορήθηκε ένα συγκλονιστικό κείμενό τους με τίτλο «το Άγιον Όρος και η Παιδεία του Γένους μας».
Λόγος αδελφικός βγαλμένος από την πείρα ενός μεγάλου σχολείου ζωής, υπεύθυνος και αναγκαίος, παρήγορος και αυστηρός συνάμα.
Αποσπώ ένα κείμενο, γραμμένο από την κιβωτό του Γένους:  «Γιατί να υποσιτίζονται πνευματικά τα παιδιά; Γιατί να τρέφονται με ακαθαρσίες; Γιατί να βασανίζονται; …Ποιος μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να μείνουν «αγράμματα», σαν τον Μακρυγιάννη, να μάθουν, να πάρουν τη χάρι του λαού του Θεού και τότε να γίνουν οι αγράμματοι οι καλύτεροι πεζογράφοι μας…
Ποιος μπορεί να μας κρατήση στο ύψος , στο ήθος, στην ελευθερία της «αγραμματοσύνης» του «καθυστερημένου» λαού, που βλάστησε από το χώμα του τα Δημοτικά τραγούδια, τις παροιμίες, τους σκοπούς, τα ήθη και τα έθιμα των Αρματολών και Κλεφτών
»
.

Την απάντηση την βρίσκουμε στο ίδιο το κείμενο: 

μόνο η Εκκλησία του Χριστού μπορεί…  

----------------------------------------------------------------------------------------

για την αντιγραφή από τις ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ

με ένα μικρό σχόλιο στην αγάπη σας όχι από δικά μου λόγια...ΜΗ ΓΕΝΟΙΤΟ!

Αλλά από τον ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΛΟΓΟ του Χριστού μας, που σχετίζεται με το παραπάνω...

...& όπου "άρτω" βάλτε εσείς "χρήμα" ή ό,τι άλλο "χρειάζεστε" σε τούτον τον ψεύτικο κόσμο, που αγωνίζεται να μας πλανήσει από τη γέννα μας..

"Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου. καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασεν. Καὶ προσελθὼν αὐτῷ ὁ πειράζων εἶπεν· Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· Γέγραπται, Οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ." (Ματθ. Δ' / 1-4)

Ο Θεός να μας δίδει δύναμη να αγωνιζόμαστε... γιατί τα κάναμε μούσκεμα τόσα χρόνια!

Δύσκολη η αποδοχή της γνωμάτευσης της Ασθένειας...

...ΑΛΛΆ με ΤΈΤΟΙΟΝ ΙΑΤΡΟ...ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ ΖΩΝΤΑΝΗ!

Καλή δύναμη & Καλόν Αγώνα!

Χαίρετε πάντοτε εν Χριστώ!

Χαραλάμπης

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2013

Το παρεκκλήσι του Αγγέλου (Ρώσικη Ταινία με ελληνικούς υπότιτλους)

Μιας και η ιστορία είναι πάντοτε επαναλαμβανόμενη.. 

..ας τη θυμηθούμε...και παράλληλα ας ωφεληθούμε!


Καλή δυναμη...Καλόν Αγώνα!

Χαίρετε πάντοτε εν Χριστώ...

Χαραλάμπης

Υ.Γ. Εύχεσθε υπέρ αλλήλων!!

Θεία Πρόνοια: Η Καταστροφή μου ήταν η Σωτηρία μου



Κάποτε ένας ναυτικός βρέθηκε ναυαγός σ’ ένα ακατοίκητο τροπικό νησί μόνος κι έρημος.
Με πολλούς κόπους, χωρίς εργαλεία, εργαζόμενος μόνο με τα χέρια του, κατάφερε να φτιάξει μια ξύλινη καλύβα για να μπορέσει να προστατευτεί κατά την περίοδο των βροχών.
Πράγματι είχε μόλις τελειώσει την καλύβα όταν άρχισε να βρέχει ασταμάτητα.
Όμως την δεύτερη κιόλας μέρα ένας κεραυνός έκαψε την καλύβα του και την έκανε στάχτη.
Ο ναυαγός, που πρώτα δόξαζε το Θεό για τη σωτηρία του, τώρα αναλύθηκε σε δάκρυα.
«Γιατί Θεέ μου», άρχισε να λέει και να παραπονιέται για την καταστροφή.
Κι ενώ η απελπισία πλημμύριζε την καρδιά του άκουσε από το πέλαγος το σφύριγμα ενός μεγάλου πλοίου.
Σε λίγο μια βάρκα ήταν στην παραλία.
«Πώς με βρήκατε σε τούτη την ερημιά;» τους ρώτησε.
«Είδαμε, του είπαν, το σινιάλο του καπνού απ’ την φωτιά που άναψες»!
Όταν βλέπεις τα όνειρα, τις επιδιώξεις και τα έργα σου κάποιες φορές να γίνονται στάχτη κι αποκαΐδια, μην απελπίζεσαι.
Περίμενε και θα προβάλει ανέλπιστα το υπερωκεάνιο του Θεού.
Γιατί στ’ αλήθεια: «Τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν»
----------------------------------------------------------
για την αντιγραφή από το Ζωντανό Ιστολόγιο

Χαίρετε εν Κυρίω και ΜΗΝ απελπίζεστε για ΤΙΠΟΤΕ!

Ζει Κύριος ο Θεός ημών!

Καλή δύναμη, Καλή Υπομονή & Καλόν Αγώνα!

Χαραλάμπης

Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου;


Ο Χριστός για τους Χριστιανούς 


Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που απασχόλησαν και απασχολούν την ανθρωπότητα είναι αυτό που έχει να κάνει με το ποιος αληθινά είναι ο Χριστός. Το ερώτημα αυτό το έθεσε πρώτος ο ίδιος ο Κύριος στους μαθητές Του: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου;» και «Υμείς δε τίνα με λέγεται είναι;» (Ματθ. 16, 14-15). Το έθεσαν όμως και στους Φαρισαίους, λίγο πριν το τέλος της επίγειας δράσης Του: «Τι υμίν δοκεί περί του Χριστού; Τίνος υιός εστι;» (Ματθ. 22, 42). Και θέτει αυτό το ερώτημα ο Χριστός γιατί θέλει να τους δείξει ότι στο πρόσωπό Του εκπληρώνονται οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, όχι όμως με τον τρόπο που οι Φαρισαίοι τις ερμήνευαν, δηλαδή ανθρωποκεντρικά, αλλά με τον τρόπο του Θεού. Οι Φαρισαίοι περίμεναν τον Μεσσία ως εκείνον που θα οδηγούσε τον λαό του στην δόξα. Που θα αναδείκνυε την περιουσιότητά του. Που θα έδινε την πνευματική και την κοσμική εξουσία σε όσους τον αποδέχονταν. Ο Χριστός όμως μιλά για την Θεανθρώπινη φύση του Μεσσία. Ότι δεν ήταν μόνο ένας τέλειος άνθρωπος, μία ξεχωριστή προσωπικότητα, αλλά ότι ήταν ο Ίδιος ο Θεός που θα προσλάμβανε την ανθρώπινη φύση και, επομένως, ό,τι θα πρόσφερε, δεν επρόκειτο να περιοριστεί στον ιουδαϊκό λαό. Θα ήταν δωρεά και ευλογία για όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς, με υπέρβαση του χρόνου και των δεδομένων μέσα από τα οποία οι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή.
Το ερώτημα επανέρχεται στην εποχή μας. Οι άνθρωποι βεβαίως, στην πλειονοψηφία τους, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το πρόσωπο του Χριστού. Τον θεωρούν μία ξεχωριστή προσωπικότητα, που δίδαξε την αγάπη και προσέφερε κοινωνικά στον κόσμο, ίδρυσε μία θρησκεία, από την οποία ο άνθρωπος λαμβάνει παρηγοριά στις δύσκολες στιγμές της ζωής του, χαίρεται έθιμα και παραδόσεις, στρέφεται και λίγο εντός του μέσα στην τύρβη της ζωής, λαμβάνει οικονομική και κοινωνική βοήθεια και συμπαράσταση. Οι άνθρωποι βλέπουν τους συνεχιστές του Χριστού που είναι η Εκκλησία, οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι μοναχοί. Έχουν λαμβάνειν στην καλύτερη περίπτωση. Αλλιώς θεωρούν ότι ο Χριστός και η Εκκλησία είναι κατάλοιπα ενός παρελθόντος, η στάση έναντι των οποίων αφορά στην ιδιωτική ζωή του καθενός και δεν πρέπει η συντεταγμένη μορφή κοινωνικής ζωής, που είναι το κράτος και η πολιτεία, να ασχολείται με τέτοιες πεποιθήσεις.
Όμως ο Χριστός είναι παρών και θα είναι «νυν και αεί» στη ζωή του κόσμου. Και θα συνεχίσει να θέτει το ερώτημα «τι ημίν δοκεί περί Αυτού». Και θα μας υπενθυμίζει, μεταξύ των άλλων, τρία σημεία της δικής Του αυτοσυνειδησίας, της δικής Του ταυτότητας, τα οποία θα μας καλεί να οικειωθούμε, για να γίνουν σημεία και της δικής μας ταυτότητας ως χριστιανών. Σημεία τα οποία τον καθιστούν, κατά τον λόγο του Συμεών του Θεοδόχου στην Υπαπαντή, «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Το ίδιο και όσους Τον ακολουθούν.
Το πρώτο ότι ο Ίδιος είναι ο Θεάνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση μας κοινωνεί με την Θεία στο πρόσωπό Του. Δεν πιστεύουμε σε μια Ιδέα, σε ένα κήρυγμα, σε μια διδασκαλία περί του Θεού, αλλά στον Ίδιο το Θεό που είναι πρόσωπο, προσέλαβε την ανθρώπινη υπόσταση και μας οδηγεί στην θέωση, στην αιώνια κοινωνία μαζί Του στη ζωή της Εκκλησίας. Για να γίνει όμως αυτός ο δρόμος βίωμα, χρειάζεται να θυμίζουμε στους εαυτούς μας τις δωρεές και τα χαρίσματα που έχουμε λάβει από Αυτόν. Το κατ’ εικόνα μας. Την πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν. Αυτή η πορεία όμως προϋποθέτει υπέρβαση της θέασης του κόσμου και της ζωής με γνώμονα τον ορθολογισμό και τις αισθήσεις μας. «Δεν βλέπω το Θεό». «Ο Θεός είναι δημιούργημα του ανθρώπινου νου». Είναι δύο προτάσεις που εκπορεύονται από τα στόματα και τις καρδιές πολλών ανθρώπων σήμερα. Έχουν εγκλωβιστεί στη λογική. Έχουν εγκλωβιστεί στη γνώση δια των αισθήσεων. Και έχουν αφήσει στην άκρη το άνοιγμα που η καρδιά του ανθρώπου καλείται να κάνει, για να συναντήσει το Θεό. Άνοιγμα προσευχής. Άνοιγμα αγάπης. Άνοιγμα εμπιστοσύνης. Άνοιγμα υπέρβασης του εγώ.
Το δεύτερο ότι δεν μας έταξε κάποια εξουσία. Δεν μας έταξε την αποδοχή από τον κόσμο και τους ανθρώπους. Μαρτύριο ήταν και είναι ο δρόμος στον οποίο καλούμαστε να προχωρήσουμε, αν Τον αποδεχθούμε. Μαρτύριο από τις επιθέσεις των λογισμών της αμφιβολίας. Μαρτύριο από τις επιθέσεις των δικαιωμάτων. Μαρτύριο από τις επιθέσεις του κοσμικού πνεύματος. Μαρτύριο από το μίσος των ανθρώπων προς Εκείνον, εξαιτίας του πονηρού και από την μεταφορά αυτού του μίσους και προς εμάς. Μαρτύριο από την δυσκολία του εαυτού μας να επιλέξει το δρόμο της συγχώρεσης, του μη καταλογισμού και της μη απόρριψης των άλλων. Μαρτύριο από τις επιθέσεις του θανάτου, με όλες του τις μορφές, σωματικές, πνευματικές, κοινωνικές, υλικές, πνευματικές, που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε «πού είναι ο Θεός». Μαρτύριο από τις αγωνίες που μας προσθέτουν οι βιοτικές μέριμνες και η διάσπαση από τον χρόνο. Μαρτύριο από τις επιθέσεις των Ισχυρών που ζητούν να μας υποχρεώσουν να εγκαταλείψουμε την πίστη μας, αντί πινακίου φακής. Μαρτύριο μοναχικότητας σε μια εποχή που δεν θέλει Θεό. Και η φύση μας αρέσκεται στην εξουσία. Στην καταξίωση. Την αποδοχή. Κι αυτό αυξάνει την ένταση του μαρτυρίου. Όμως αυτό το μαρτύριο εμπεριέχει την χαρά της δικής Του συμπαράστασης. Της δικής Του φώτισης. Της δικής Του παρουσίας, που μας δίνει τη δυνατότητα να αντέχουμε. Αρκεί να Τον ζητούμε και να Τον εμπιστευόμαστε.
Το τρίτο ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. 10,36). Η αδυναμία πολλές φορές, τόσο η δική μας, όσο και των άλλων χριστιανών, να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο. Να συμπαρασταθούμε. Να έχουμε κοινή πορεία. Να προσανατολίσουμε τη ζωή στο Χριστό και στην αγάπη. Βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του να σκέπτεται διαφορετικά. Να μην είναι σε θέση να ακούσει τον αδελφό του. Να μην είναι σε θέσει να κατανοήσει και να θελήσει να συνάρει τον σταυρό του. Να βιώνουμε μέσα στην ευχαριστιακή κοινότητα μια μοναξιά. Να μην υπάρχει η θυσιαστική αγάπη, αλλά να πρυτανεύει ο εγωισμός. Και πρωτίστως, ο καθένας να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, την καθημερινότητά του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, χωρίς να είναι σε θέση ή να θέλει να μοιραστεί με τον άλλο ό,τι τον βαραίνει, αλλά και την ίδια στιγμή να φορτωθεί λίγο από το φορτίο που βαραίνει τους άλλους. Γιατί, εδώ βρίσκεται και το κέντρο της αμαρτίας. Στο να μεριμνούμε μόνο για το «εγώ». Κι αυτή η μέριμνα μας γεμίζει πάθη, κακίες και απογοήτευση. Γιατί ξεκινάμε από τους άλλους και δεν βλέπουμε τη δική μας πτώση.
Ο Χριστός για τον καθέναν μας αποτελεί μία πρόκληση. Τι είναι για μας; Η απάντηση στο ερώτημα και την πρόκληση θα μας βοηθήσει να προσανατολίσουμε τη ζωή μας είτε στην εκπλήρωση της αλήθειας του ονόματος «χριστιανός» ή στην ψευδαίσθηση ότι «είμαστε», ενώ στην πράξη η καρδία μας πόρρω θα απέχει από Εκείνον. Γιατί ο Χριστός θέλει να είναι ο προσωπικός Θεός και Σωτήρας του καθενός μας. Η σχέση όμως μαζί Του δεν μας εγκλωβίζει ούτε στο χρόνο, ούτε στα σχήματα του κόσμου τούτου. Μας δίνει τη ευλογία να Τον κοινωνούμε στην αγάπη, αλλά και να σωζόμαστε μαζί με τους άλλους. Τους αγίους και τους αμαρτωλούς. Χωρίς να χάνουμε την προσωπική μας ταυτότητα, αλλά και χωρίς να περιοριζόμαστε στο «εγώ» μας. Χρειάζεται αγώνας για να θυμόμαστε ότι ο Χριστός μας ζητά να επιστρέψουμε στο Θεό και τη σχέση μαζί Του. Να μην νομίζουμε ότι η ζωή μας θα είναι ευχάριστη και να απογοητευόμαστε μπροστά στο κάθε λογής μαρτύριο. Και να μην κλονίζεται η πίστη μας από το ότι δεν λαμβάνουμε από τους άλλους αυτό που θα θέλαμε.
Χριστιανός σημαίνει να πιστεύεις και να ξεκινάς εσύ να ζητάς το Χριστό. Να ζητάς την αγάπη. Και Εκείνος θα σε συνδράμει, ώστε να μην νικηθείς από την απόγνωση και τον φόβο που προέρχεται από την περικύκλωση από τους ωρυόμενους λέοντες του κόσμου, του πονηρού και της αμαρτίας.

Του πατρός Θεμιστοκλή Μουρτζάνου

Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που απασχόλησαν και απασχολούν την ανθρωπότητα είναι αυτό που έχει να κάνει με το ποιος αληθινά είναι ο Χριστός. Το ερώτημα αυτό το έθεσε πρώτος ο ίδιος ο Κύριος στους μαθητές Του: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου;» και «Υμείς δε τίνα με λέγεται είναι;» (Ματθ. 16, 14-15). Το έθεσαν όμως και στους Φαρισαίους, λίγο πριν το τέλος της επίγειας δράσης Του: «Τι υμίν δοκεί περί του Χριστού; Τίνος υιός εστι;» (Ματθ. 22, 42). Και θέτει αυτό το ερώτημα ο Χριστός γιατί θέλει να τους δείξει ότι στο πρόσωπό Του εκπληρώνονται οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, όχι όμως με τον τρόπο που οι Φαρισαίοι τις ερμήνευαν, δηλαδή ανθρωποκεντρικά, αλλά με τον τρόπο του Θεού.  Οι Φαρισαίοι περίμεναν τον Μεσσία ως εκείνον που θα οδηγούσε τον λαό του στην δόξα. Που θα αναδείκνυε την περιουσιότητά του. Που θα έδινε την πνευματική και την κοσμική εξουσία σε όσους τον αποδέχονταν. Ο Χριστός όμως μιλά για την Θεανθρώπινη φύση του Μεσσία. Ότι δεν ήταν  μόνο ένας τέλειος άνθρωπος, μία ξεχωριστή προσωπικότητα, αλλά ότι ήταν  ο Ίδιος ο Θεός που θα προσλάμβανε την ανθρώπινη φύση και, επομένως, ό,τι θα πρόσφερε, δεν επρόκειτο να περιοριστεί στον ιουδαϊκό λαό. Θα ήταν δωρεά και ευλογία για όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς, με υπέρβαση του χρόνου και των δεδομένων μέσα από τα οποία οι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή.

Το ερώτημα επανέρχεται στην εποχή μας. Οι άνθρωποι βεβαίως, στην πλειονοψηφία τους, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με το πρόσωπο του Χριστού. Τον θεωρούν μία ξεχωριστή προσωπικότητα, που δίδαξε την αγάπη και προσέφερε κοινωνικά στον κόσμο, ίδρυσε μία θρησκεία, από την οποία ο άνθρωπος λαμβάνει παρηγοριά στις δύσκολες στιγμές της ζωής του, χαίρεται έθιμα και παραδόσεις, στρέφεται και λίγο εντός του μέσα στην τύρβη της ζωής, λαμβάνει οικονομική και κοινωνική βοήθεια και συμπαράστασηΟι άνθρωποι βλέπουν τους συνεχιστές του Χριστού που είναι η Εκκλησία, οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι μοναχοί. Έχουν λαμβάνειν στην καλύτερη περίπτωση. Αλλιώς θεωρούν ότι ο Χριστός και η Εκκλησία είναι κατάλοιπα ενός παρελθόντος, η στάση έναντι των οποίων αφορά  στην ιδιωτική ζωή του καθενός και δεν πρέπει η συντεταγμένη μορφή κοινωνικής ζωής, που είναι το κράτος και η πολιτεία, να ασχολείται με τέτοιες πεποιθήσεις.

Όμως ο Χριστός είναι παρών και θα είναι «νυν και αεί» στη ζωή του κόσμου. Και θα συνεχίσει να θέτει το ερώτημα «τι ημίν δοκεί περί Αυτού». Και θα μας υπενθυμίζει, μεταξύ των άλλων, τρία σημεία της δικής Του αυτοσυνειδησίας, της δικής Του ταυτότητας, τα οποία θα μας καλεί να οικειωθούμε, για να γίνουν σημεία και της δικής μας ταυτότητας ως χριστιανών. Σημεία τα οποία τον καθιστούν, κατά τον λόγο του Συμεών του Θεοδόχου στην Υπαπαντή, «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Το ίδιο και όσους Τον ακολουθούν.

Το πρώτο ...
...ότι ο Ίδιος είναι ο Θεάνθρωπος.

Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύση μας κοινωνεί με την Θεία στο πρόσωπό Του.  Δεν πιστεύουμε σε μια Ιδέα, σε ένα κήρυγμα, σε μια διδασκαλία περί του Θεού, αλλά στον Ίδιο το Θεό που είναι πρόσωπο, προσέλαβε την ανθρώπινη υπόσταση και μας οδηγεί στην θέωση, στην αιώνια κοινωνία μαζί Του στη ζωή της Εκκλησίας. Για να γίνει όμως αυτός ο δρόμος βίωμα, χρειάζεται να θυμίζουμε στους εαυτούς μας τις δωρεές και τα χαρίσματα που έχουμε λάβει από Αυτόν. Το κατ’ εικόνα μας. Την πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν. Αυτή η πορεία όμως προϋποθέτει υπέρβαση της θέασης του κόσμου και της ζωής με γνώμονα τον ορθολογισμό και τις αισθήσεις μας. «Δεν βλέπω το Θεό». «Ο Θεός είναι δημιούργημα του ανθρώπινου νου». Είναι δύο προτάσεις που εκπορεύονται από τα στόματα και τις καρδιές πολλών ανθρώπων σήμερα. Έχουν εγκλωβιστεί στη λογική. Έχουν εγκλωβιστεί στη γνώση δια των αισθήσεων. Και έχουν αφήσει στην άκρη το άνοιγμα που η καρδιά του ανθρώπου καλείται να κάνει, για να συναντήσει το Θεό. Άνοιγμα προσευχής. Άνοιγμα αγάπης. Άνοιγμα εμπιστοσύνης. Άνοιγμα υπέρβασης του εγώ.

Το δεύτερο...
...ότι δεν μας έταξε κάποια εξουσία. Δεν μας έταξε την αποδοχή από τον κόσμο και τους ανθρώπους. 
Μαρτύριο ήταν και είναι ο δρόμος στον οποίο καλούμαστε να προχωρήσουμε, αν Τον αποδεχθούμε. 
Μαρτύριο από τις επιθέσεις των λογισμών της αμφιβολίας. 
Μαρτύριο από τις επιθέσεις των δικαιωμάτων. 
Μαρτύριο από τις επιθέσεις του κοσμικού πνεύματος. 
Μαρτύριο από το μίσος των ανθρώπων προς Εκείνον, εξαιτίας του πονηρού και από την μεταφορά αυτού του μίσους και προς εμάς. 
Μαρτύριο από την δυσκολία του εαυτού μας να επιλέξει το δρόμο της συγχώρεσης, του μη καταλογισμού και της μη απόρριψης των άλλων. 
Μαρτύριο από τις επιθέσεις του θανάτου, με όλες του τις μορφές, σωματικές, πνευματικές, κοινωνικές, υλικές, πνευματικές, που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε «πού είναι ο Θεός». 
Μαρτύριο από τις αγωνίες που μας προσθέτουν οι βιοτικές μέριμνες και η διάσπαση από τον χρόνο. 
Μαρτύριο από τις επιθέσεις των Ισχυρών που ζητούν  να μας υποχρεώσουν να εγκαταλείψουμε την πίστη μας, αντί πινακίου φακής. 
Μαρτύριο μοναχικότητας σε μια εποχή που δεν θέλει Θεό. Και η φύση μας αρέσκεται στην εξουσία. Στην καταξίωση. Την αποδοχή. Κι αυτό αυξάνει την ένταση του μαρτυρίου. Όμως αυτό το μαρτύριο εμπεριέχει την χαρά της δικής Του συμπαράστασης. Της δικής Του φώτισης. Της δικής Του παρουσίας, που μας δίνει τη δυνατότητα να αντέχουμε. Αρκεί να Τον ζητούμε και να Τον εμπιστευόμαστε.

Το τρίτο...
...ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. 10,36). Η αδυναμία πολλές φορές, τόσο η δική μας, όσο και των άλλων χριστιανών, να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο. Να συμπαρασταθούμε. Να έχουμε κοινή πορεία. Να προσανατολίσουμε τη ζωή στο Χριστό και στην αγάπη. Βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του να σκέπτεται διαφορετικά. Να μην είναι σε θέση να ακούσει τον αδελφό του. Να μην είναι σε θέσει να κατανοήσει και να θελήσει να συνάρει τον σταυρό του. Να βιώνουμε μέσα στην ευχαριστιακή κοινότητα μια μοναξιά. Να μην υπάρχει η θυσιαστική αγάπη, αλλά να πρυτανεύει ο εγωισμός. Και πρωτίστως, ο καθένας να ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, την καθημερινότητά του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, χωρίς να είναι σε θέση ή να θέλει να μοιραστεί με τον άλλο ό,τι τον βαραίνει, αλλά και την ίδια στιγμή να φορτωθεί λίγο από το φορτίο που βαραίνει τους άλλους. Γιατί, εδώ βρίσκεται και το κέντρο της αμαρτίας. Στο να μεριμνούμε μόνο για το «εγώ». Κι αυτή η μέριμνα μας γεμίζει πάθη, κακίες και απογοήτευση. Γιατί ξεκινάμε από τους άλλους και δεν βλέπουμε τη δική μας πτώση.

Ο Χριστός για τον καθέναν μας αποτελεί μία πρόκληση. Τι είναι για μας; Η απάντηση στο ερώτημα και την πρόκληση θα μας βοηθήσει να προσανατολίσουμε τη ζωή μας είτε στην εκπλήρωση της αλήθειας του ονόματος «χριστιανός» ή στην ψευδαίσθηση ότι «είμαστε», ενώ στην πράξη η καρδία μας πόρρω θα απέχει από Εκείνον. 

Γιατί ο Χριστός θέλει να είναι ο προσωπικός Θεός και Σωτήρας του καθενός μας.
Η σχέση όμως μαζί Του δεν μας εγκλωβίζει ούτε στο χρόνο, ούτε στα σχήματα του κόσμου τούτου. Μας δίνει τη ευλογία να Τον κοινωνούμε στην αγάπη, αλλά και να σωζόμαστε μαζί με τους άλλους. Τους αγίους και τους αμαρτωλούς. Χωρίς να χάνουμε την προσωπική μας ταυτότητα, αλλά και χωρίς να περιοριζόμαστε στο «εγώ» μας. 

Χρειάζεται αγώνας για να θυμόμαστε ότι ο Χριστός μας ζητά να επιστρέψουμε στο Θεό και τη σχέση μαζί Του. Να μην νομίζουμε ότι η ζωή μας θα είναι ευχάριστη και να απογοητευόμαστε μπροστά στο κάθε λογής μαρτύριο. Και να μην κλονίζεται η πίστη μας από το ότι δεν λαμβάνουμε από τους άλλους αυτό που θα θέλαμε.

Χριστιανός σημαίνει να πιστεύεις και να ξεκινάς εσύ να ζητάς το Χριστό. 
Να ζητάς την αγάπη. 
Και Εκείνος θα σε συνδράμει, ώστε να μην νικηθείς από την απόγνωση και τον φόβο που προέρχεται από την περικύκλωση από τους ωρυόμενους λέοντες του κόσμου, του πονηρού και της αμαρτίας.


Για την αντιγραφή από το Ζωνταντό Ιστολόγιο

Είθε να γίνουμε κάποτε όντως Χριστιανοί...

...με την Χάρη Του!

Χαίρετε πάντοτε εν Χριστώ...!

Καλή Δύναμη, Καλή Υπομονή & Καλόν Αγώνα σε όλους!

Χαραλάμπης

Τρίτη, Φεβρουαρίου 12, 2013

Το κομποσχοίνι - Σκέψεις ενός Αγιορείτου Μοναχού


Το κομποσχοίνι


ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ
Σκέψεις ενός Αγιορείτου Μοναχού
Ας σταθούμε για λίγο και ας κοιτάξουμε ένα μικρό κομποσκοίνι, σαν αυτό που κατασκευάζεται από μαύρο μαλλί στο Άγιον Όρος. Είναι μία ευλογία από έναν Άγιο τόπο. Όπως τόσα άλλα που έχουμε στην Εκκλησία, είναι κι αυτό μία ευλογία ετοιμασμένη και δοσμένη σε μας από κάποιον εν Χριστώ αδελφό η πατέρα, έναν ζωντανό μάρτυρα μιας ζώσης παραδόσεως. Είναι μαύρο το χρώμα του πένθους και της λύπης και αυτό μας θυμίζει να είμαστε νηφάλιοι και σοβαροί στη ζωή μας. Έχουμε διδαχθεί ότι η προσευχή της μετανοίας, ειδικά η προσευχή του Ιησού, μπορεί να μας φέρει αυτό που οι Πατέρες ονομάζουν «χαρμολύπη». Εμείς νιώθουμε λύπη για τις αμαρτίες και αδυναμίες και πτώσεις μας ενώπιον του Θεού, των συ­νανθρώπων μας και του εαυτού μας, όμως η λύπη αυτή γίνεται πηγή χαράς και αναπαύσεως εν Χριστώ, ο οποίος εκχύνει το έλεός Του και την συγχώρηση σε όλους όσους επικαλούνται το όνομά Του.
Το κομποσκοίνι αυτό είναι πλεγμένο από μαλλίέχει δηλαδή ληφθεί από πρόβατο, γεγονός που μας θυμίζει ότι είμαστε πρόβατα του Καλού Ποιμένος, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Θυμίζει ακόμη τον «Αμνόν του Θεού, τον αίροντα τας αμαρτίας τον Κόσμου»[1]. Παρόμοια και ο Σταυρός του κομποσκοινιού μας μιλά γι' αυτή τη θυσία και τη νίκη της ζωής επί του θανάτου, της ταπεινώσεως επί της υπερηφανίας, της αυτοθυσίας επί του φωτός επί του σκότους. Και η φούντα; Αυτή να τη χρησιμοποιείς, για να σκουπίζεις τα δάκρυα από τα μά­τια σου ή, αν δεν έχεις δάκρυα, να σου θυμίζει να πενθείς, γιατί δεν έχεις πένθος. Εξ άλλου, μικρές φούντες στόλιζαν τα ιερά άμφια από τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό μας θυμίζει την Ιερά Παράδοση της οποίας μετέχουμε, όταν χρησιμοποιούμε το κομποσκοίνι.
Τα κομποσκοίνια πλέκονται συμφωνά με μία παράδοση που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ίσως μία από τις πιο πρώι­μες μορφές κάποιου μέσου βοηθητικού της προσευχής ήταν η συγκέντρωση μικρών λιθαριών η σπόρων και η μετακίνησή τους από ένα σημείο η δοχείο σε ένα άλλο κατά την διάρκεια του «κανόνα» της προσευχής η του «κανόνα» των μικρών η μεγάλων μετανοιών. Αναφέρεται ακόμη η ιστορία ενός μονάχου που σκέφθηκε να κάνει απλούς κόμπους σε ένα σχοινί και να το χρησιμοποιεί στον καθημερινό «κανόνα» της προσευχής του. Ο διάβολος όμως έλυνε τους κόμπους από το σχοινί και ματαίωνε τις προσπάθειες του φτωχού μονάχου. Εμφανίστηκε τότε ένας Άγγελος και δίδαξε στον μοναχό έναν ειδικό κό­μπο, όπως είναι τώρα διαμορφωμένος στα κομποσκοίνια, αποτελούμενο από αλλεπάλληλους Σταυρούς. Τους κόμπους αυτούς ο διάβολος δεν μπορούσε να τους λύσει λόγω της παρουσίας των Σταυρών.
Κομποσχοίνια υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία σχημάτων και μεγεθών. Τα πε­ρισσότερα έχουν ένα Σταυρό πλεγμένο ανάμεσα στους κόμπους η στην άκρη τους, ο οποίος σημειώνει το τέλος, καθώς επίσης και ένα είδος σημαδιού μετά από κάθε δέκα, εικοσιπέντε η πενήντα κό­μπους η χάνδρες. Υπάρχουν πολλά είδη κομποσχοινιών. Μερικά είναι πλεγμένα από μαλλί ή μετάξι ή κάποιο άλλο πιο πολυτελές ή πιο απλό υλικό. Άλλα είναι κατασκευασμένα με χάνδρες ή με το αποξηραμένο λουλούδι ενός φυτού που λέγεται «δάκρυ της Παναγίας».
Το κομποσχοίνι είναι ένα από τα αντικείμενα που δίδονται σε έναν Ορθόδοξο μοναχό κατά την τελετή της κούρας του. Του δίνεται σαν το πνευμα­τικό του ξίφος με το οποίο ως στρατιώ­της του Χριστού πρέπει να πολεμήσει κατά του νοητού εχθρού μας, του δια­βόλου. Το ξίφος αυτό το χρησιμοποιεί επικαλούμενος το όνομα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού και ικετεύοντας για το έλεος Του με την προσευχή του Ιησού: Κύριε Ιησού Χρι­στέ, Υιέ τον Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν. Η προσευχή αυτή μπορεί να λεχθεί σε συντομότερη μορφή: Κύ­ριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, ή σε εκτενέστερη: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού, δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και πά­ντων των Αγίων, ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
Με την βοήθεια του κομποσχοινιού μπορούν να γίνουν και άλλες σύντομες προσευχές, όπως η
προσευχή του τε­λώνη: ο Θεός, ίλάσθητι μοι τω αμαρτωλω[2], η προσευχή στην Θεοτόκο:
Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον Ημάς, ή άλλες σύντομες προσευχές στον φύ­λακα Άγγελο, σε μεμονωμένους Αγίους ή στους Αγίους Πάντες. Η συνηθισμένη μορφή μιας τέτοιας προσευχής είναι: Άγιε Άγγελε - ή Άγιε (δείνα) πρέ­σβευε υπέρ εμού. Μετατρέποντας τις λέξεις των συντόμων αυτών προσευχών σε «ελέησον ημάς» ή «πρέσβευε υπέρ ημών» ή συμπεριλαμβάνοντας το όνομα ή τα ονόματα ανθρώπων για τους όποιους θέλουμε να προσευχηθούμε, μπορούμε επιπλέον να χρησιμοποιούμε το κομποσχοίνι για προσευχές υπέρ των άλλων. Το ίδιο ισχύει και για προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων: Ανάπαυσον, Κύριε, τηv ψυχήν του δούλου σου.
Όταν οι μοναχοί και οι λαϊκοί κρατούν το κομποσχοίνι στα χέρια τους, αυτό αποτελεί υπενθύμιση της υποχρεώσεώς τους να προσεύχονται χωρίς διακοπή, σύμφωνα με την εντολή του Αποστόλου Παύλου: αδιαλείπτως προσεύχεσθε[3]. Ο καθένας μπορεί να κρατά ένα κομποσχοίνι στην τσέπη ή σε κάποιο διακριτικό μέρος, όπου μπορεί εύκολα να το χρησιμοποιήσει απαρατήρητος, σε περιπτώσεις που είναι προτιμότερο να προσευχηθεί μυστικά, χωρίς να ελκύσει την προσοχή των άλλων. Το κομποσχοίνι μπορεί επίσης να τοποθετηθεί επάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού μας, στο αυτοκίνητο, μαζί μ' ένα μικρό Σταυρό ή εικόνισμα ή σε άλλα κατάλληλα σημεία ως υπενθύμιση προσευχής και ως ένα είδος ευλογίας και μία άγια και θεία πα­ρουσία στη ζωή μας.
Τώρα ας δούμε σύντομα τον πρωταρχικό σκοπό για τον οποίο κατα­σκευάστηκε το κομποσχοίνι. Ο κύριος σκοπός του κομποσχοινιού είναι να μας βοηθά κατά την προσευχή μας προς τον Θεό και τους Αγίους Του. Εκτός από το να μας χρησιμεύει ως μία διαρκής εξωτερική υπενθύμιση και ευλογία, πως μπορεί αυτό το μικρό κομποσχοίνι να μας βοηθήσει να προσευχόμαστε; Μπορούμε βέβαια και χωρίς αυτό να προσευχηθούμε, μερικές φορές μάλιστα μπορεί να μας αποσπάσει στην προσπάθειά μας να συγκεντρωθούμε στην προσευχή. Έχοντας αυτά υπ' όψιν, ας δούμε μερικούς τρόπους με τους όποιους μας βοήθα το κομποσχοίνι.
Μερικές φορές η προσευχή μας είναι θερμή και μας είναι εύκολο να προσευχηθούμε. Άλλοτε όμως ο νους μας είναι τόσο σκορπισμένος ή είμαστε τόσο ταραγμένοι ή με τόσο διασπασμένη την προσοχή, που μας είναι πρακτικά αδύνατο να συγκεντρωθούμε στην προσευχή. Αυτό συμβαίνει κυρίως, όταν προσπαθούμε να τηρούμε κάποιον καθημερινό κα­νόνα προσευχής. Μερικές ημέρες πάει καλά, άλλοτε όμως ίσως τις περισσό­τερες φορές οι προσπάθειές μας φαίνο­νται σχεδόν μάταιες. Αλλ' επειδή, όπως λέγεται, είμαστε όντα της συνήθειας, είναι πολύ ωφέλιμο να καθορίσουμε μία ειδική και τακτή ώρα της ημέρας για προσευχή. Η βραδινή ώρα (όχι πολύ αργά) πριν κοιμηθούμε είναι καλή, επειδή είναι σημαντικό να τελειώνουμε την ημέρα με προσευχή. Το πρωί, ξυπνώντας, είναι επίσης καλό να ξεκινούμε την νέα ημέρα με προσευχή. Μπορεί ακόμη κανείς να βρει άλλες ώρες της ημέρας που να μπορεί να ησυχάζει και να συγκεντρώνεται.
Η προσπάθειά μας είναι να καθιερώσουμε την προσευχή ως έναν κα­νόνα στη ζωή μας, όχι ως μία εξαίρεση. Εν αυτό επιδιώκουμε να βρούμε κάποια ώρα που καθημερινά θα μπορούμε να έχουμε λίγη ησυχία, ώστε να συγκεντρωθούμε και να στρέψουμε τα μάτια της ψυχής μας στον Θεό. Ως μέρος αυτού του κανόνα ίσως θελήσουμε να διαβάσουμε μερικές προσευχές από κάποιο προσευχητάριο ή να προσευχηθούμε και να βρούμε ψυχική γαλήνη με άλλους τρόπους, όπως με το διάβασμα θρησκευτικών κειμένων ή με την ανασκόπησιν[4] των γεγονότων της ημέρας που πέρασε κ.ο.κ. Ο πιο αποτελεσματικός όμως τρόπος για να ωφεληθεί κανείς από τον κανόνα της προσευχής είναι να λέ­γει τακτικά σε καθορισμένο αριθμό την ευχή του Ιησού (Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με). Ο αριθμός αυτός δεν χρειάζεται να είναι μεγάλος και ίσως χρειαστούν μόνο δεκαπέντε περίπου λε­πτά. Αυτό όμως θα είναι το τμήμα της ημέρας μας που ανήκει στον Θεό, οι λίγοι κόκκοι αλάτι που θα νοστιμίσουν όλη την πνευματική μας ζωή. Πολλοί γιατροί σή­μερα συνιστούν αυτή την πρακτική χάριν της σωματικής υγείας, ιδιαίτερα για να ξεπεράσει κανείς το άγχος. Ακόμη καλύ­τερα, ας βρίσκουμε διάφορα τέτοια μικρά χρονικά διαστήματα καθ' όλη την διάρ­κεια της ημέρας και ας τα γεμίζουμε τα­κτικά με τους πολύτιμους θησαυρούς της προσευχής, τους όποιους κανείς δεν μπο­ρεί να κλέψει και που απο ταμιεύονται για λογαριασμό μας στον Ουρανό[5].
Άν θέλεις να τηρείς κάποιο σταθερό αριθμό προσευχών ως μέρος του καθημε­ρινού κανόνος, θα βοηθηθείς πολύ από το κομποσχοίνι. Με αυτό μπορείς να προφέ­ρεις έναν καθορισμένο αριθμό προσευχών και να συγκεντρώνεσαι στα λόγια της προσευχής, καθώς την προφέρεις. Αφού συγκεντρώσεις τους λογισμούς σου, πάρε το κομποσχοίνι στο αριστερό σου χέρι και κράτησέ το ελαφρά μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη. Έπειτα κάνοντας ήσυχα τον Σταυρό σου ψιθύρισε την ευχή του Ιησού. Καθώς οι λογισμοί σου θα συγκε­ντρώνονται όλο και περισσότερο, ίσως να μη χρειάζεται να συνεχίζεις να σταυροκοπιέσαι ή να λέγεις την προσευχή δυνατά. Όταν όμως δυσκολεύεσαι να συγκεντρωθείς, χρησιμοποίησε το σημείο του Σταυρού και το ψιθύρισμα ως μέσα που σε βοηθούν να κρατάς τον νου σου στην προσευχή.
Είναι καλό να στέκεσαι όρθιος με το κεφάλι σκυμμένο σε στάση ταπει­νή. Ορισμένοι θέλουν να υψώνουν τα χέρια τους πότε-πότε, ζητώντας έλεος. Άλλοι όμως βρίσκουν πιο βοηθητικό το να κάθονται ή να γονατίζουν με το κε­φάλι σκυμμένο, για να μπορέσουν να συγκεντρωθούν. Πολλά εξαρτώνται από το ίδιο το άτομο, από την υγεία του και την ανατροφή του. Το πιο σημαντικό είναι να μένεις ακίνητος και να συγκεντρώνε­σαι στα λόγια της προσευχής, καθώς την επαναλαμβάνεις.
Φυσικά, πρέπει να αποκρούει κανείς τον πειρασμό της βιασύνης. Για τον λόγο αυτό μερικοί αντί για κομποσχοίνι χρη­σιμοποιούν ένα ρολόγι ως εξωτερικό μετρητή της διάρκειας της προσευχής τους ρυθμίζοντας ανάλογα το ξυπνητήρι, Με την χρήση του ρολογιού μπορεί κανείς να αφιερώσει καθορισμένο χρόνο στην προσευχή, χωρίς να μετρά τον ακριβή αριθμό των προσευχών.
Το κομποσχοίνι είναι επίσης ένας βο­λικός τρόπος να μετρά κανείς τις μικρές η μεγάλες «μετάνοιες» (γονυκλισίες) που κάνει στον κανόνα του. Το να κάνουμε το σημείο του Σταυρού και μετά να σκύβουμε και να ακουμπούμε το έδαφος με τα δάκτυ­λα ή να γονατίζουμε και να ακουμπούμε το μέτωπο στο έδαφος αποτελεί αρχαίο τρόπο προσευχής στον Θεό και τους Αγίους Του. Μπορεί κανείς να συνδυάσει αυτές τις μικρές η τις μεγάλες μετάνοιες με την ευχή του Ιησού η τις σύντομες προσευχές που αναφέραμε προηγουμένως. Η σωματική κίνηση της μικρής η της μεγάλης «μετάνοιας» (ελαφράς η βαθιάς, δηλαδή εδαφιαίας, γονυκλισίας) μπορεί να συντελέσει στην θέρμη της προσευχής και να δώσει εξωτερική έκφραση στην ικεσία μας καθώς ταπεινωνόμαστε μπροστά στον Θεό. Είναι ακόμη ένας τρό­πος εφαρμογής της Αποστολικής εντολής να δοξάζουμε τον Θεό και με τις ψυχές και με τα σώματα μας[6].
Αρκετοί χρησιμοποιούν το κομπο­σχοίνι όταν αποσύρονται, για να κοιμηθούν. Σταυρώνουν το κρεβάτι τους, παίρνουν το κομποσχοίνι, κάνουν το σημείο του Σταυρού, ξαπλώνουν και λένε ήσυχα την ευχή, μέχρι να αποκοιμηθούν. Το να ξυπνάς με το κομποσχοίνι ανάμεσα στα δάκτυλά σου η δίπλα στο μαξιλάρι σου σε βοήθα να ξεκινήσεις την καινούρ­για ημέρα με προσευχή. Όμως το να τε­λειώνει κανείς την προηγούμενη ημέρα με ήσυχη προσευχή είναι ένας ακόμη κα­λύτερος τρόπος προετοιμασίας για ένα προσευχητικό ξεκίνημα της καινούργιας ημέρας για να μην αναφέρουμε και την προετοιμασία για την Αιώνια ημέρα, σε περίπτωση που τη νύχτα εκείνη μας έρθει ο ύπνος του θανάτου. Άλλοι πάλι παίρνουν το κομποσχοίνι στο χέρι τους σε στιγμές απραξίας, όπως όταν πηγαί­νουν στην εργασία τους η ταξιδεύουν. Σε οποία στιγμή της ημέρας το θυμηθείς, πάρε στο χέρι σου ένα μικρό κομποσχοίνι. Ο συνδυασμός της κινήσεως αυτής με την προσευχή που κάνεις άλλες ώρες θα σε βοηθήσει να συγκεντρωθείς και να προσευχηθείς μερικές φορές στην διάρ­κεια της ημέρας, όπου κι αν είσαι και ό,τι κι αν κάνεις. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα στην εκπλήρωση της εντολής του αδιαλείπτως προσεύχεσθε.
Ο άγιος Επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ αναφέρει ότι και οι μακρές ακολουθίες της Εκκλησίας είναι μία καλή ευκαιρία να προσεύχεσαι με το κομποσχοίνι. Συχνά είναι δύσκολη η συγκέντρωση στα λόγια που διαβάζο­νται η ψάλλονται στον Ιερό Ναό και πιο εύκολα κανείς συγκεντρώνεται ήσυχα στις δικές του προσευχές, είτε αυτές είναι αυτοσχέδιες, σχετικές με κά­ποια ειδική ανάγκη, είτε προσευχές και ύμνοι που γνωρίζει απ' έξω, είτε σύντομες προσευχές ειδικά η ευχή του Ιησού επαναλαμβανόμενες με την βοήθεια του κομποσχοινιού. Στην πράξη με τον τρόπο αυτό μπορεί κάνεις να συγκεντρώνεται καλύτερα στην ίδια την Ιερά Ακολουθία, όπως λέγει και ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ. Φυσικά, όταν προσευχόμαστε στις Ιερές Ακολουθίες, η προσευχή μας ενώνεται με την προσευχή όλης της Εκκλησίας.
Ο νους μας είναι διαρκώς απασχολημένος με διάφορες σκέψεις. Δεν προλα­βαίνουμε να αρχίσουμε την προσευχή και αμέσως συλλαμβάνουμε τον νου μας να σκέφτεται κάτι άλλο. Και σ' αυτήν την περίπτωση η παρουσία του κομποσχοινιού στα δάκτυλά μας μπορεί να μας βοηθήσει να κρατήσουμε τον νου μας και να επιστρέψουμε στην εργασία της προσευχής πιο γρήγορα. Επίσης, όταν συναντούμε μία χάνδρα σημάδι ή τον Σταυρό του κομποσχοινιού, καθώς μετακινούμε τους κόμπους του με τα δά­κτυλα μας, καταλαβαίνουμε αν ο νους μας δεν πρόσεχε στις προσευχές που σκοπεύαμε να κάνουμε. Έτσι, μπορούμε να προσφέρουμε εκ νέου τις προσευχές μας, χωρίς να εμπλακούμε σε σκέψεις σχετικά με το πόσο εύκολα αποσπώμεθα από την προσευχή μας στον Θεό.
Εδώ κάναμε μία αναφορά στην μεγά­λη επιστήμη της προσευχής, αυτήν που οι Άγιοι Πατέρες ονόμασαν τέχνη τεχνών. Υπάρχει εκτεταμένη και πλούσια γραμ­ματεία από τους μεγάλους ανθρώπους της προσευχής όλων των εποχών, που μπορεί να μας βοηθήσει και να μας καθο­δηγήσει στην εκμάθηση, με την βοήθεια του Θεού, αυτής της πιο μεγάλης και της πιο ωφέλιμης απ' όλες τις επιστήμες. Η τακτική ανάγνωση της Άγιας Γραφής, των Βίων των Αγίων και άλλων ευσεβών και πνευματικών κειμένων μπορεί να βοηθήσει σημαντικά. Βιβλία όπως ή «Φιλοκαλία» περιέχουν σπουδαίες και εμπνευσμέ­νες συμβουλές και οδηγίες, για να μάθει κανείς να προσεύχεται ως Χριστιανός, γιατί η προσευχή είναι ένα ουσιώδες στοιχείο του να είναι κανείς Χριστιανός. Πάνω απ' όλα όμως χρειάζεται η χάρις του Θεού εν τη Εκκλησία, ιδιαίτερα μέσω της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Μετάλήψεως των Αχράντων Μυστηρίων.
Αυτές είναι μερικές εισαγωγικές μόνο σκέψεις για το πως να χρησιμοποιούμε επωφελώς το κομποσχοίνι. Όμως το πιο σημαντικό είναι να αρχίσει κάνεις να προσεύχεται. Το κομποσχοίνι δεν προσεύ­χεται από μόνο του, αν και μερικά είναι τόσο ωραία, που μπορεί να δώσουν αυτή την εντύπωση. Είναι βέβαια ένα σημαντι­κό παραδοσιακό βοήθημα για την προσευχή μας και ειδικά για έναν καθημερινό κανόνα προσευχής. Το βασικό όμως είναι να συγκεντρωνόμαστε στα λόγια της προσευχής και να προσφέρουμε προσευ­χές από την καρδιά μας στον Ιησού Χρι­στό, τον Κύριο και Θεό μας. Άν αυτό το μικρό κομποσχοίνι σε βοήθα να πεις μία προσευχή η σου θυμίζει να προσεύχεσαι ή σε βοήθα με κάποιο τρό­πο να γίνεις πιο προσευχητικός, τότε έχει εκπληρώσει τον σκοπό του. Σε έχει δέσει πιο κοντά και πιο στενά με τον Χριστό, τον Θεό μας, και σε έχει φέρει πιο κοντά στην Βασιλεία του Θεού, διότι η Βασι­λεία του Θεού εντός υμών εστίν7.
Πηγή: ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ, Σκέψεις ενός Αγιορείτου Μοναχού, «Αγιορείτικη Μαρτυρία» της Ι. Μονής Ξηροποτάμου Αγίου Όρους, τ. 12-13,
[1] πρβλ.Ίωάν. α
[2] Αουκ. ιη 13
[3] Α' Θεσσ. ε 17
[4] ανασκόπησις: με την πατερική έννοια της «ανα­κρίσεως», τον έλεγχου του εαυτού προς μεταμέλεια των αμαρτημάτων και διόρθωση, αλλά και της αναγνωρίσεως των ευεργεσιών του Θεού.
[5] πρβλ. Ματ θ. στ 20 καϊ Άγ, Κυρίλλ. Ίεροσ., «Κατη­χήσεις», ΙΕ, 23.: «άνάγραπτός εστίν (είναι γραμμένη στον Ουρανό) πάσα ή ευχή σου».
[6] πρβλ. Α' Κορ. στ 20: «δοξάσατε δΐ[ τον Θεό ν έν τω σώματι υμών κ αϊ έν τω πνεύματι υμών, άτινά έστι τοϋ Θεοϋ».
7. Λουκάς Ιζ 21 
--------------------------------------------------------------------------------------

για την αντιγραφή από την Ι.Μ.Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου

Καλόν Αγώνα εν Χριστώ...

...γιατί ο Κύριος μας, μας το είπε ξεκάθαρα:

"τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ."(Ματθ. ΙΖ, 21)

και ακόμα...

"ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, 
καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν."(Ματθ. ΙΖ, 20)

Ας ζητούμε ΠΑΝΤΟΤΕ ΜΕ ΠΙΣΤΗ που εκπορεύεται από την Αγάπη μας για τον Θεό και την απόλυτη εμπιστοσύνη μας στο πρόσωπό Του ως Ιατρού των ψυχών και των Σωμάτων ημών που γνωρίζει καλύτερα την θεραπεία μας από τον καθένα και ποτέ να μην απελπιστούμε...

...κι αν όλα μοιάζουν χαμένα!

Αυτώ πρέπει πάσα Δόξα, Τιμή και Προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν!

Χαραλάμπης

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013

ΗΛΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ; (Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ)



Χαίρετε πάντοτε εν Κυρίω!

Όταν (στο τεύχος του Ορθόδοξου Τύπου της 7ης Δεκεμβρίου του 2012) προωτοδιάβασα το παρακάτω άρθρο όπως συντάχτηκε από τον φοβερά καταρτισμένο σε θέματα Ιστορίας & Ορθόδοξου Δόγματος, αλλά και πολύ πνευματικό πατέρα Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Δ. Μεταλληνό, ήταν τόση η χαρμολύπη μου (χαρά από την καθαρότητα της "διάγνωσης" και λύπη για αυτήν καθεαυτήν την διάγνωση για την βαρειά ασθένεια της Ελλάδας του ΣΗΜΕΡΑ) που το πρώτο μου μέλημα ήταν να το αναρτήσω στο blog μου και να το μοιραστώ όλους του έχοντες την καλή διάθεση της αναζήτησης της όντως Αλήθειας...

...και όχι της βολικής αλήθειας (στην οποία καταλήγουμε έπειτα από μία αποποίηση των προσωπικών μας ευθυνών)...

...όσο και αν αυτή (η πρώτη) είναι άκρως οδυνηρή!

Δυσκολεύτηκα όμως να βρω το χρόνο να το αντιγράψω.

Σήμερα όμως με την Χάρη του Θεού το ετοίμασα και σας το στέλνω.

Αλλά για να μην φλυαρώ (επειδή το παρακάτω κείμενο είναι ο θησαυρός και όχι οι δικές μου φλυαρίες), θα σας αφήσω να διαβάσετε το παρακάτω κείμενο - που αν και μεγάλο ΠΙΣΤΕΨΤΕ ΜΕ ΑΞΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΠΌ ΤΟΥ ΔΙΑΒΑΣΜΑΤΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ!!! και σας διαβεβαιώνω ότι:

ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΟ ΑΞΕΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΩΣ ΕΔΩ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ & ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΕΙΣ ΑΔΙΑΣΕΣΤΕΣ!

Αλλά επειδή κάθε τι που διάβαζουμε θέλει φωτισμό εν Κυρίω για να έχει ωφέλεια & επειδή κάθε σπόρος που πέφτει στη γη ΔΕΝ σημαίνει κατ'ανάγκη ότι θα βγάλει καρπό...

("Εάν μή Κύριος οικοδομήση οίκονείς μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες")...

...εύχομαι ο Κύριος να φωτίσει τας καρδίας ημών & υμών κατά την ανάγνωση!

ΚΑΛΗ & ΦΩΤΙΣΜΕΝΗ...ΜΕΛΕΤΗ!

Με αγάπη Χριστού...ελάχιστη, αλλά πάντα ζητών Αυτήν να αντικαταστήσει την δική μου την ατελή και εμπαθή...

Χαράλαμπος
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΗΛΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ;

Μετὰ τὴν Φραγκικὴν καὶ Ὀθωμανικὴν Ἅλωσιν διερχόμεθα τὴν Τρίτην Ἅλωσιν, ἡ ὁποία ἴσως ἀποδειχθῆ καὶ τελεσίδικος.

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Το 1983 μία ἐπιφυλλίδα τοῦ διακεκριμένου Διανοουμένου, Καθηγητῆ Χρήστου Γιανναρᾶ, στὴν ἐφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» προκάλεσε τὸν κύκλο τῶν Εὐρωπαϊστῶν μας, αἰφνιδιάζοντας συνάμα καὶ τὴν ὑπνώττουσα ἀστοχριστιανικὴ συνείδηση τῶν συντηρητικῶν «ἐθνικιστῶν» Χριστιανῶν. Ὁ τίτλος ἦταν: «Finis Graeciae;» (Τὸ τέλος τῆς Ἑλλάδος;). Προκλήθηκε θόρυβος καὶ ἔντονες ἀντιδράσεις. Γιατί; Τὸ 1981 εἶχε ὑπογραφεῖ ἡ ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη κοπάσει οἱ πανηγυρισμοὶ τῶν πάντα ἀνυποψίαστων εὐρωπαϊστῶν μας.

Ὁ κ. Γιανναρᾶς ἀνῆκε στὴν ὁμάδα ἐκείνων, ποὺ μόνιμα ἀντιμετωπίζουμε κριτικὰ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ καὶ χαρακτηριστήκαμε ἀπὸ τὸ μαρξιστικὸ περιοδικό «Ὁδηγητής» ἀλλὰ καὶ τὸν «συντηρητικὸ» καθηγητὴ Παναγιώτη Χρήστου, «Νεοορθόδοξοι».  Ἀνάμεσά τους ὁ μακαρίτης Κωστῆς Μοσκώφ, ὁ Κώστας Ζουράρης καὶ πολλοὶ ἄλλοι, μέχρι τοὺς σεβαστοὺς ἁγιορεῖτες π.Γεώργιο Καψάνη καὶ π. Βασίλειο Γοντικάκη. Ὅλοι ἐκεῖνοιδηλαδήποὺ λάβαμε μέρος στὸν χριστιανομαρξιστικὸ Διάλογο καὶ ἀντιμετωπισθήκαμε μὲ καχυποψία ἀπὸ τὰ ἀσύμπτωτα μεταξύ τους ἄκρα τοῦ ἰδεολογικοῦ μας φάσματος.

Ἡ ἔνταξη τῆς Χώρας μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση μιᾶς μακρόσυρτης διαδικασίας, ποὺ ἀρχίζει μετὰ τὸ σχίσμα (9ος–11ος αἰ.). Ἡ Πανευρώπη ὑπὸ τὴν φραγκικὴ ἡγεσία, ἦταν τὸ μόνιμο ὄνειρο τῶν Ἑνωτικῶν (δυτικιζόντων τότε καὶ εὐρωπαϊστῶν σήμερα). Πρόκειται γιὰ τοὺς Διανοουμένους καὶ Πολιτικούς, ποὺ συγκροτοῦν τὴν «δυτικὴ παράταξη» (μὴ λησμονοῦμε ὅτι καὶ ὁ μαρξιστικὸς κομμουνισμὸς τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως «Δύση» εἶναι). Ἀπέναντί της εἶναι ἡ «ἀνατολικὴ παράταξη», τῶν πατερικὰ Ὀρθοδόξων, ἀπὸ τόν Κλῆρο καὶ τὸν Λαό μας.

Ὁ Καρλομάγνος ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ

1. Πατέρας τῆς σημερινῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, ποὺ ἀποτελεῖ ὀργανικὴ συνιστῶσα τῆς «Νέας Τάξης» τῆς Παγκοσμιοποίησης καὶ τῆς Νέας Ἐποχῆς εἶναι ὁ Καρλομάγνος (768–814), ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ Ὀρθόδοξου Ἑλληνισμοῦ, τῆς Ρωμηοσύνης. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη ἀμείβει μὲ τὸ βραβεῖο «Καρλομάγνου» τοὺς πρωτεργάτες καὶ τὰ διακεκριμένα ὄργανά της, μὲ πρόσφατο ἐκπρόσωπο τῆς ὁμάδας αὐτῆς τὸν «φίλτατο» στοὺς Ἕλληνες κ. Σόϋμπλε. Μὲ τὸν Καρλομάγνο καὶ τοὺς Φράγκους του καθιερώνεται ἀπὸ τὸν 8°–9° αἰώνα τὸ ἄσβεστο μῖσος τῆς Εὐρώπης ἀπέναντι στὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, λόγῳ τῆς σχέσης της μὲ τὴν ἑλληνικότητα, ποὺ φανερώνεται σὲ κάθε ἱστορικὴ στιγμή, ποὺ ἡ Δύση , στὸ σύνολό της, παίρνει θέση ἀπέναντι στὴν «Καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολή». Ὁ στόχος τῆς ἑτερόδοξης Δύσεως δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν καθολικὴ ἅλωση τῆς Ὀρθοδοξίας, κυρίως τὴν πνευματική, καὶ τὴν οὐνιτικοποίηση —δηλαδὴ τὴν ἀλλοτρίωση— τῆς ὀρθόδοξης Ἑλληνικότητος, τῆς Ρωμηοσύνης.

Κορυφαία στιγμὴ στὴν προσπάθεια τῆς Εὐρώπης νὰ ἁλώσει καὶ ὑποτάξει τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἦταν ἡ ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Φράγκους Σταυροφόρους, τὸ 1204 (12/13 Απριλίου) καὶ ἡ διάλυση τῆς αὐτοκρατορίας μας. Ὁ φραγκικὸς κόσμος μετὰ τὸ σχίσμα (1054) καὶ ἡ κορυφή του ὁ Πάπας, ζοῦσαν μὲ ἕνα ἀνομολόγητο πόθο, τὴν ὑποταγὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Οἱ σταυροφορίες, ὅπως ἀποδείχθηκε, εἶχαν αὐτὸ ὡς κύριο στόχο. Ἱστορικοί, ὅπως ὁ ἀείμνηστος Στῆβεν Ράνσιμαν («Οἱ σταυροφορίες...») καὶ ὁ Ernle Bradford («Ἡ προδοσία τοῦ 1204», στὰ γερμανικά), μεταξὺ ἄλλων, ἐφώτισαν ἐπαρκῶς τὸ θέμα.
Ἡ πρώτη ἅλωση τῆς Πόλης (1204) ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἅλωση τοῦ 1453. Ὑπάρχει μάλιστα, γενετικὴ σχέση μεταξὺ τῶν δύο ἁλώσεων. Ἀπὸ τὸ 1204 ἡ Πόλη καὶ σύνολη ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης, ἡ Ρωμανία, ὅπως εἶναι τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸν 4° αἰώνα ὄνομά της, δὲν μπόρεσε νὰ ξαναβρεῖ τὴν πρώτη της δύναμη. Τὸ φραγκικὸ κτύπημα ἦταν τόσο δυνατό, ὥστε ἔκτοτε ἡ Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη ἦταν «μία πόλη καταδικασμένη νὰ χαθεῖ» (Ἑλένη Γλύκατζη– Ἀρβελέρ). Ἀπὸ τὸ 1204 μέχρι τὸ 1453 ἡ αὐτοκρατορία μας διανύει περίοδο πολιτικῆς παρακμῆς καὶ πτωτικὴ πορεία.

Ἑνωτικοὶ καὶ Ἀνθενωτικοὶ

2. Οἱ ἐξελίξεις στὸ ἐσωτερικὸ τῆς συρρικνωμένης πιὰ αὐτοκρατορίας ὁδήγησαν στὴν ἀποδυνάμωση καὶ βαθμιαία ἀποσύνθεσή της:  ἐμφύλιοι πόλεμοι τοῦ 14ου αἰῶνος,  διείσδυση τῶν Ὀθωμανῶν ὡς μισθοφόρων στὴν ζωή της καὶ ἐπεκτατικὴ πορεία τους στὴν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου (ἀπὸ τὸ 1354)· πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ διάλυση· δημογραφικὴ  συρρίκνωση· ἄστοργη καὶ ἀφιλάνθρωπη πολιτικὴ τῶν αὐτοκρατόρων· δυσβάστακτη φορολόγηση (δημιουργία οἰκονομικῆς ὀλιγαρχίας εἰς βάρος τῶν μικροκαλλιεργητῶν) καὶ κυρίως θεολογικὲς – πνευματικὲς καὶ ἄλλες ἰδεολογικὲς ἀντιθέσεις (Ἑνωτικοὶ – Ἀνθενωτικοὶ) τὸ τραγικότερο ρῆγμα στὸ σῶμα τοῦ Ἔθνους. Ἑνωτικοὶ καὶ Ἀνθενωτικοὶ ὁδηγήθηκαν σὲ σύγκρουση ὁριακή. Οἱ πρῶτοι ἀναζητοῦσαν στηρίγματα γιὰ τὸ κλονιζόμενο Γένος πρὸς δύο κατευθύνσεις: στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα, μὲ ἄρνηση τῆς προτεραιότητας τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ στὴ Δύση, μὲ τὴν ὅποια συγγένευαν λόγῳ τῆς κοινῆς ἰδεολογίας καὶ νοοτροπίας. Οἱ δεύτεροι (Κλῆρος, Μοναχοί, εὐρὺ λαϊκὸ στρῶμα) - ὄχι λιγότερο Ἕλληνες ἀπὸ τοὺς πρώτους - διατηροῦσαν τὴν ἱστορικὰ ἑδραιωμένη (καὶ μάλιστα μετὰ τὸ 1204)  δυσπιστία πρὸς τὴν Δύση, διότι γνώριζαν καλὰ τὴν θεολογική, ἐκκλησιολογικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀλλοτρίωσή της (ρατσιστικὴ φεουδαρχία), προτάσσοντας σὲ κάθε ἑνωτικὴ προσπάθεια τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἀληθινὴ πίστη καὶ τὴν σωτηριολογική της σημασίαἮταν μία κατάσταση μὲ πολλὲς ἀναλογίες μὲ τὴν σημερινή. Λίγο πρὶν τὴν ἅλωση ὁ πρῶτος Γενάρχης μας, μετὰ τὸ 1453, καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γεννάδιος (Σχολάριος, †1472) ἔλεγε μὲ ἔκδηλη ἀγωνία: «Ὤ ἀνόητοι Ρωμαῖοι...» (Ρωμηοὶ δηλαδή), ἐλέγχοντας τὴν ἀφελῆ προσδοκία βοήθειας ἀπὸ μία Δύση, ποὺ εἶχε μάθει πιὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Καρλομάγνου (8ος – 9ος αἰ.) νὰ μισεῖ θανάσιμα τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ (Γραικία). Ἡ στάση τῶν Ἀνθενωτικῶν ἦταν ρεαλιστική, διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἀποκρούονταν οἱ Ὀθωμανοί, τὸ  εξασθενημένο «Βυζάντιο» θὰ ἐπιβίωνε μέν, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα θὰ εἶχε ἤδη μεταβληθεῖ σὲ ἐξίσου ἀξιοθρήνητο δυτικὸ προτεκτοράτο, ὅπως τὸ ζοῦμε σήμερα.

Πῶς διετηρήθη τὸ γένος ἑνωμένον

2. Ὡστόσο οἱ δύο φοβερὲς αὐτὲς Ἁλώσεις δὲν σήμαναν γιὰ τὸ Γένος μας ὁλοσχερῆ πτώση καὶ ἀφανισμὸ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ σκηνή, οὔτε ἐνόθευσαν τὴν ταυτότητά μας, τὴν  ελληνορθοδοξία. Ἡ ἐμμονὴ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση καὶ μέσῳ αὐτῆς καὶ στὴν ἑλληνικότητα, διατήρησε τὸ Γένος ἑνωμένο μὲ τὶς ζωτικὲς πηγές του. Ὅπως δὲ ἔχει ἐπισημανθεῖ πολὺ ὀρθά, ἐνῶ πολιτικὰ μετὰ τὸ 1204 ἡ αὐτοκρατορία φθίνει καὶ καταντᾶ σκιὰ τοῦ ἑαυτοῦ της, πνευματικὰ σημειώνει μεγάλη ἀκμὴ καὶ κορύφωση τῆς ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως (ἡσυχαστικὴ κίνηση), ποὺ ζωογονοῦσε τὸ Γένος καὶ ἐνίσχυε τὶς πνευματικές  του ἀντιστάσεις. Ὁ μεγάλος Βέλγος ἁγιολόγος Francois Halkin, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν «Διεθνῆ τοῦ Ἡσυχασμοῦ» (Internationale des Hesychasmus), ποὺ ἕνωνε ὅλες τὶς ὀρθόδοξες Λαότητες. Μετὰ μάλιστα τὴν β´ ἅλωση ἀπὸ τὴν καλπάζουσα δύναμη τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων ἡ ἀλήθεια αὐτῆς τῆς διαπίστωσης φαί νεται ἀκόμη καθαρότεραἩ ἐπιβίωση τοῦ Γένους μας ἦταν τὸ θαῦμα τοῦ ἑλληνορθόδοξου ψυχισμοῦ. Μὲ τὴ δεύτερη ἅλωση ἀρχίζει γιὰ τὸ Γένος περίοδος μακρᾶς δοκιμασίας. Ἂν οἱ ψυχικὲς καὶ πνευματικὲς δυνάμεις του δὲν ἦταν ακμαῖες εἶναι ἀμφίβολο ἂν θὰ μποροῦσε τὸ Γένος νὰ ξεπεράσει τὶς συνέπειες τῆς Πτώσης, ὅπως συνέβη μὲ ἄλλους Λαοὺς στὴν Ἱστορία. Ὅ,τι εἶχε συμβεῖ ἤδη μὲ τὶς ἑλληνικὲς πόλεις - κράτη, ὅταν ὑποτάχθηκαν στὴν Ρώμη, ἐπανελήφθη καὶ μετὰ τὸ 1453Ἡ Πόλη ἔπεσε, ἀλλ᾽ ἡ Ρωμανία/Βυζάντιο δὲν χάθηκε. Ὁ ρωμαίικος βίος καὶ πολιτισμὸς συνέχισαν νὰ ζοῦν μὲ ἕνα τρόπο ὑπάρξεως λιγότερο μὲν φαντασμαγορικό, ἀλλ᾽ ἐξ ἴσου ρωμαλέο καὶ δημιουργικό. Ὁ ἔγκριτος ἱστορικός μας, ἀείμνηστος Καθηγητὴς Ἀπόστολος Βακαλόπουλος, παρατηρεῖ ὅτι στὴν διάρκεια τῆς δουλείας ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη «ἦταν κάτι παραπάνω ἀπὸ θρησκευτικὸ δόγμα. Ἦταν τὸ πνευματικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἐκφραζόταν ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, ὁλόκληρος ὁ κόσμος τους, ποὺ ἔκλεινε μέσα του τὸ ἔνδοξον παρελθὸν καὶ τὶς ἐλπίδες ἀπολυτρώσεως».  Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἐθεμελίωσε τὴν ἵδρυση τοῦ Κράτους μας στὴν ἰδέα, ὅτι «ἡ χριστιανικὴ θρησκεία ἐσυντήρησεν εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ γλῶσσαν καὶ Πατρίδα καὶ ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναμνήσεις καὶ ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτοὺς τὴν πολιτικὴν ὕπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι στῦλος καὶ ἑδραίωμα» (πρβλ. Α´ Τιμ. 3,15). Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς  έπρεπε νὰ «φύγει» (δολοφονήθηκε), διότι συνέδεε τὸ Ἔθνος μας μὲ τὶς ζωτικὲς Πηγές του!

Εἰς τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Σῶμα ὁλόκληρος ἡ ζωή τοῦ γένους  

3. Τὸ Γένος μας μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ ἐθναρχικοῦ – ἐκκλησιαστικοῦ χώρου – παρὰ τὶς οποιεσδήποτε ἐλεγχόμενες συμπεριφορές, ποὺ ποτὲ δὲν λείπουν σὲ κάθε θεσμικὸ χῶρο –  πέτυχε τὴν ἱστορικὴ συνέχειά του, τὴν διάσωση δηλαδὴ τῶν συστατικῶν τῆς ταυτότητας καὶ ἰδιοπροσωπίας του. Ὁ θεσμὸς τῆς Ἐθναρχίας ἀποδείχθηκε γιὰ τὸ Γένος εὐεργετικὸς συμβάλλοντας στὴν ἐπιβίωση καὶ ἱστορικὴ συνέχειά του. Ἀπὸ ἄποψη ἐδαφική, ἡ  Οθωμανικὴ αὐτοκρατορία συνέχιζε τὴν Χριστιανική. Πνευματικὰ ὅμως καὶ πολιτιστικά, ἀλλὰ καὶ  πολιτικά, τὴν συνέχισε ἡ Ἐθναρχία. Μὲ τὴν πολιτικὴ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώθηκε βαθμιαῖα τὸ νέο καθεστὼς τῆς «Χριστιανικῆς Ἀνατολῆς», τὸ «Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιαστικὸ Κράτος τοῦ Χριστιανικοῦ Ἔθνους» (Διονύσιος Ζακυθηνός, στὴν κυριολεξία τὸ «Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο» (Ν. Γιόργκα). Ἡ συσπείρωση τοῦ Γένους στὸ φυσικό του ἀπὸ αἰώνων σῶμα, τὸ ἐκκλησιαστικό, πέτυχε τὴν διάσωση τῶν δυνάμεών του. Ὁ δὲ Ἑλληνισμός, τὸ βασικὸ στοιχεῖο τοῦ ρωμαίικου μιλλετιοῦ, ἔμεινε συμπαγὲς καὶ ἰδιαίτερο σῶμα, σὲ μία ὑπερεθνικὴ ἑνότητα μὲ τὶς ἄλλες ἐθνότητες – λαότητες τῆς Βαλκανικῆς, οἱ ὁποῖες μέσα στὴν ἐθναρχία ξεπέρασαν τὴν μετὰ τὸ 1204 κατάτμησή τους.  Ἡ Ἐθναρχία ἔδωσε στὴ Ρωμηοσύνη μεγαλύτερη ἑνότητα καὶ συνοχή. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἀμείλικτοι ἐχθροί της, οἱ Φράγκοι, θὰ τὴν βλέπουν συνεχῶς ζωντανὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐπικίνδυνη, ἐμποδίζοντας μὲ κάθε τρόπο τὴν ἀντίστασή της. Ἔτσι τὸ Γένος, ὥς τὴν ἵδρυση τοῦ πρώτου ἡμιαυτόνομου ἑλληνικοῦ κράτους (Ἑπτανησιακὴ Πολιτεία, 1800) θὰ μείνει μὲν χωρὶς πρωτογενῆ πολιτικὴ ἐξουσία, μέσῳ ὅμως τῆς Ἐθναρχίας θὰ συνεχίσει νὰ ὑπάρχει ὡς συντεταγμένη κοινωνία, μὲ συνείδηση τῆς ταυτότητάς της,  τῆς ἑνότητας καὶ ἰδιαιτερότητά της. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα θὰ εἶναι ὁ χῶρος ἀνάπτυξης συνόλης τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, διασώζοντας τὴν θρησκευτικὴ καὶ ἐθνικὴ παράδοση, τὴν γλώσσα καὶ τὴν κοινωνικοπολιτικὴ ὀργάνωσή του, τὴν συλλογικὴ ἐμπειρία του στὸν χῶρο τῆς καθημερινῆς πράξης.

α) Ἡ Λατρεία, μόνιμος βιοτικὸς χῶρος γιὰ τὸν Ἕλληνα – Ρωμηό, διέσωσε τὸ ὀρθόδοξο ἦθος ὡς καθολικὴ στάση ζωῆς. Ὅταν μιλοῦμε γιὰ «κιβωτὸ τοῦ Γένους/Ἔθνους», ἐννοοῦμε κυρίως τὴν λατρεία, τὴν συνεχῆ παροντοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στὸ «ἐδῶ καὶ τώρα» τῆς ἱστορίας. Ἡ πίστη καὶ ἡ γλώσσα διαφοροποιοῦσαν τὸν Ἕλληνα καὶ τοὺς ἄλλους Ρωμηοὺς ἀπὸ τὸν κατακτητή. Ἡ Ὀρθοδοξία λειτουργοῦσε ὡς «κάτι παραπάνω ἀπὸ θρησκευτικὸ δόγμα». Ἦταν τὸ πνευματικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἐκφραζόταν ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἀδιάκοπη πραγμάτωσή της. Ἡ ἐνοριακὴ σύναξη, ἡ μόνη λαοσύναξη, ποὺ δὲν διακόπηκε ποτέ, μαζὶ μὲ τὸ μοναστήρι, ἔμειναν τὸ ἀμετακίνητο κέντρο τῆς πνευματικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς. Τὰ μοναστήρια, ἰδιαίτερα, θὰ λειτουργοῦν ὡς χῶροι πνευματικοῦ καὶ συνειδησιακοῦ ἀναβαπτισμοῦ, τόποι καταφυγῆς καὶ προστασίας τῶν διωκομένων καὶ κέντρα παιδείας καὶ ἀνανεώσεως.

β) Ἡ Ἐθναρχία ἔγινε χῶρος διασώσεως καὶ ἀναπτύξεως καὶ τῆς πολιτικῆς ὕπαρξης τοῦ Γένους, ὄχι μόνο μὲ τοὺς ἀξιωματούχους της (Φαναριῶτες), τοὺς ἀνωτάτους κρατικοὺς ὑπαλλήλους {διερμηνεῖς, δραγομάνους τοῦ στόλου, ἡγεμόνες τῶν παραδουνάβιων περιοχῶν}, ἄλλα πρὸ πάντων στὸ χῶρο τῆς μικροκοινωνίας, τῆς Κοινότητας. Στὸν θεσμὸ τῶν Κοινοτήτων βρῆκε τὸ ρωμαίικο μιλλέτι τὴν πολιτικὴ πραγμάτωσή του καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχειά του στὸν κοινωνικὸ χῶρο. Ὁ κοινοτισμός, μὲ θεμέλια ὄχι «ὀρθολογικὰ» καὶ οἰκονομικά, ἀλλὰ πνευματικὰ (τὸ φιλάδελφον καὶ φιλάνθρωπον), ἔγινε τρόπος  κοινωνικοπολιτικῆς ὑπάρξεως τοῦ Γένους, μὲ κέντρο τὸν Ἱ.Ναὸ γιὰ ὅλες τὶς σωματειακὲς συσπειρώσεις καὶ συσσωματώσεις (συντεχνίες), ποὺ ἀκόμη καὶ τὴν ἐπαχθῆ ὀθωμανικὴ φορολογία μπόρεσε νὰ μεταμορφώσει σὲ «ἴση κατανομὴ τῆς φτώχειας» (Νικ. Σβορῶνος). Ἡ Ἐθναρχία ὅμως μέσῳ τῆς Κοινότητας ἔσωσε καὶ τὴν ἑλληνορθόδοξη παιδεία.

γ) Ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμὸς δὲν βυθίστηκε ποτὲ σὲ πνευματικὴ νάρκωση ἢ ἀδράνειαὉ λόγος γιὰ τὸ «πνευματικὸ σκοτάδι» τῆς δουλείας ἀληθεύει μόνο γιὰ τὸ πλατὺ στρῶμα τοῦ Λαοῦ, ποὺ δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα ἀρχικὰ τοὐλάχιστον, σχολικῆς παιδείας. Μιλώντας ὅμως γιὰ ἀκμὴ καὶ παρακμὴ τῆς παιδείας, πρέπει νὰ ἐφαρμόσουμε τὰ κριτήρια τῆς περιόδου, γιὰ τὴν ὅποια μιλοῦμε. Στὴν παράδοση τῆς Ρωμηοσύνης τὸ βάρος πέφτει πρῶτα στὴν πνευματικότητα καὶ μετὰ στὰ γράμματα, τὴν σχολικὴ σοφία.  Ἀκμὴ γιὰ τὴν Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἡ παραγωγὴ σοφῶν, ἀλλ᾽ ἡ ἀνάδειξη Ἁγίων – Θεουμένων. Διότι αὐτοὶ δημιουργοῦν αὐθεντικὴ κοινωνία. Μὲ βάση αὐτὸ τὸ κριτήριο ἡ δουλεία δὲν ἦταν κατάπτωση γιὰ τὴν Ρωμηοσύνη, ἀλλ᾽ ἀντίθετα συνεχίσθηκε κατ᾽ αὐτὴν ἡ πνευματικὴ ἀκμὴ τῶν τελευταίων βυζαντινῶν χρόνων (14ου-15ου αἰ.). Ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ποὺ ἐκφράζει τὴν πνευματικὴ ἀκμὴ τῆς Ρωμηοσύνης, δὲν ἔσβησε στὴν δουλεία. Ἡ περίπτωση τῶν Νεομαρτύρων, μὲ τοὺς Πνευματικοὺς– Γέροντες, ποὺ τοὺς προετοίμαζαν γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἑλληνικότητας, πιστοποιεῖ αὐτὴ τὴν συνέχεια.

Ἐσώθη διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Παιδεία

Μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κοινοτικὸ θεσμὸ σώθηκε, παρ᾽ ὅλες τὶς ἐλλείψεις, καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία. Σημαντικὸς σταθμὸς ὑπῆρξε ἡ ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Ἐθναρχίας, νὰ ἱδρύσει τὸ 1454 τὴν Πατριαρχικὴ Σχολὴ (Ἀκαδημία) στὴν Πόλη. Ἡ πρωτοβουλία ἀνῆκε στὸν πρῶτο Ἐθνάρχη/Γενάρχη μας Γεννάδιο (Σχολάριο), πρώην καθηγητή. Εἶναι τὸ ἀρχαιότερο ἐκπαιδευτικὸ Ἵδρυμα κατὰ τὴν δουλεία, ποὺ καθιστᾶ ἰδιαίτερα ἔκδηλη τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν χῶρο τῆς παιδείας, μία παρουσία, ποὺ καὶ στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες θὰ θεωρεῖται αὐτονόητη καὶ ἀστασίαστη. Σπουδαῖο ἀκόμη ὁρόσημο ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπὶ Ἰερεμία Β´ τοῦ Τρανοῦ (1593), νὰ φροντίσουν οἱ Μητροπολίτες γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν ὑποστήριξη γενικὰ τῆς παιδείας στὶς ἐπαρχίες τους. Εἶναι ἡ πρώτη ἐπίσημη πράξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη σχολικῆς παιδείας. Ὁ Ζ´ κανόνας τῆς Συνόδου ὁρίζει ρητά:

«Ὥρισεν ἡ ἅγια Σύνοδος ἕκαστον ἐπίσκοπον ἐν τῇ ἑαυτοῦ παροικίᾳ φροντίδα καὶ δαπάνην τὴν δυναμένην ποιεῖν, ὥστε τὰ θεῖα καὶ ἱερὰ γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι· βοηθεῖν δὲ κατὰ δύναμιν τοῖς ἐθέλουσι διδάσκειν καὶ τοῖς μαθεῖν προαιρουμένοις, ἐὰν τῶν ἐπιτηδείων χρείαν ἔχουσι».  Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ εἶναι καὶ μία ἀπάντηση σὲ ὅσους μιλοῦν γιὰ ἀπαγόρευση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, παρερμηνεύοντας τὴν ἔννοια τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ». Ἐπίσημη – κρατικὴ δίωξη τῆς παιδείας τῶν ὑποδούλων δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει. Οἱ διάφορες ὅμως διώξεις ἦταν ἀποτέλεσμα ἀτομικῆς πρωτοβουλίας καὶ ὑπερβάλλοντος ζήλου τῶν Ὀθωμανικῶν Ἀρχῶν. «Ὑπῆρχαν πολλὲς τουρκοκρατίες, ἀνάλογα μὲ τὶς διαθέσεις τῶν διαφόρων πασάδων. Ἡ καχυποψία ἦ ταν μόνιμη ἀπέναντι στοὺς ρωμηούς. Ἡ ἐπίδραση ὅμως τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως ὑπῆρξε γόνιμη. Τὰ σχολεῖα ἄρχισαν σιγά – σιγά νὰ πολλαπλασιάζονται, ὥσπου νὰ ἐμφανισθοῦν καὶ οἱ εὐεργέτες τοῦ Γένους, ποὺ χρηματοδοτοῦσαν τὴν ἵδρυσή τους. Στὴν συνάφεια ὅμως αὐτὴ ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα: Τί ἦταν στὴν οὐσία του τὸ «κρυφὸ σχολειό»; Δὲν ἦταν κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἰδιωτικὴ καὶ ἀνεπίσημη φροντίδα τοῦ ἐθναρχικοῦ – ἐκκλησιαστικοῦ χώρου γιὰ τὴν παιδεία, τὴν κατάρτιση τῶν παιδιῶν στὰ γράμματα, μὲ βάση τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία («κολλυβογράμματα») καὶ τὴν καλλιέργεια ἐθνικῆς συνειδήσεως (ἱστορία).  Καὶ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ γίνεται μὲ ἀπόλυτη μυστικότητα, διότι οὐδεὶς κατακτητὴς εὐνοεῖ τὴν καλλιέργεια τῶν γραμμάτων ἀπὸ τοὺς ὑποδούλους. Ἔτσι, ὁ γνωστὸς πίνακας τοῦ Γύζη (Τὸ κρυφὸ σχολειό) καὶ τὸ γνωστὸ ποίημα τοῦ Ἰ. Πολέμη δικαιώνονται, ἂν σκεφθοῦμε μάλιστα τὰ παιδιά, μετὰ τὴν ἐργασία στὰ χωράφια, τὸ βραδάκι –μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ– μαζεύονταν γύρω ἀπὸ τὸν παπά τῆς Ἐνορίας τοῦ χωριοῦ ἢ σὲ κάποιο μοναστήρι, γιὰ νὰ μάθουν «γράμματα, σπουδάσματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα» (θεϊκά!) καὶ γι᾽ αὐτὸ πολεμεῖται τὸ (ἀληθινὸ καὶ ὑπαρκτὸ) «κρυφὸ σχολειό», διότι δὲν δίδασκε τὰ «ἄθεα» γράμματα τῆς Εὐρώπης. (Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ πολέμιος τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ», ὁ μακαρίτης Καθηγητὴς Ἄλκης Ἀγγέλου, δέχθηκε σπουδαία ἐπιστημονικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἐπίσης φιλόλογο Καθηγητὴ Φάνη Κακριδῆ).

Πότε ἤρχισε νὰ κυοφορῆται τὸ σημερινόν μας πρόβλημα μὲ τὴν Εὐρώπην

4. Μὲ τὴν ἵδρυση ὅμως τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους (συμβατικὰ τὸ 1830) ἡ Δύση παίρνει τὴ Revanche. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση «ἐπετράπη», ὅταν φάνηκε νὰ ἐξυπηρετεῖ τὰ εὐρωπαϊκὰ συμφέροντα, μὲ τὴν μεταβολή της ἀπὸ οἰκουμενικὴ (μέχρι τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη) σὲ  ἐθνικιστική. Καὶ αὐτὸ διότι ἔτσι μόνο, μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐθνικῆς –ἢ ὀρθότερα ἐθνικιστικῆς– ἰδέας, διευκολύνθηκε ἡ ἀνάδειξή της σὲ δυτικὸ προτεκτοράτο. Τότε συλλαμβάνεται καὶ ἀρχίζει νὰ κυοφορεῖται τὸ σημερινό μας πρόβλημα μὲ τὴν Εὐρώπη. Σήμερα, ἁπλῶς προχωρεῖ ἡ συνειδητοποίησή του, λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς δυσπραγίας. Ἐπὶ τόσες ὅμως δεκαετίες τὸ πρόβλημα ὑπῆρχε καὶ μεγεθυνόταν ὑπόγεια καὶ καταλυτικά. Ὁ λόγος γιὰ τὴ μετατροπή μας σὲ εὐρωπαϊκὸ προτεκτοράτο δὲν εἶναι προϊὸν εἰκασίας. Ἀπὸ τὸ 1830 τελοῦμε ὑπὸ μόνιμη κατοχή, μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῆς συμμαχίας. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ μικρασιατικὴ ἐκστρατεία, ποὺ δὲν ἦταν παρὰ ἐκτέλεση ἐντολῶν τῶν «προστατῶν» μας σὲ δύο φάσεις, ὡς τὴν καταστροφή. Ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς στάσης ἔχει κορυφαῖες στιγμές, ὅπως ἡ δήλωση: «Στρατηγέ, ἰδοὺ ὁ στρατός σας», πρὸς τὸν Βὰν Φλήτ, ἢ τό: «Ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν», ποὺ γιὰ τοὺς εὐρωπαϊστές μας δὲν κλείνεται μόνο στὸν πολιτικοστρατιωτικὸ χῶρο, ἀλλ᾽ ἐπεκτείνεται καὶ στὸν πολιτιστικό. Ἡ ἀπόλυτη κορύφωση ὅμως τό: «Εὐχαριστοῦμε τὴν Κυβέρνηση τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν»! Ἡ πολιτική μας Ἡγεσία λειτουργεῖ, κατὰ κανόνα,  ὡς τοποτηρητεία τῶν Ξένων Δυνάμεων στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἰδιαίτερα σήμερα

5. Ἀπὸ τὴν πορεία καὶ στάση μας μετὰ τὶς δύο μεγάλες Ἁλώσεις διδασκόμαστε πῶς μπορεῖ νὰ μὴ ἔλθει τὸ τέλος τῆς ἱστορικῆς μας παρουσίας, ποὺ σήμερα, δυστυχῶς, φαίνεται ἀναπόφευκτο. Οἱ δύο ἁλώσεις, ἡ φραγκικὴ καὶ ἡ ὀθωμανική, δὲν ἅλωσαν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν συνείδηση τοῦ Γένους/Ἔθνους μας. Σήμερα ὅμως πραγματοποιεῖται —ἄρχισε ἤδη— ἡ Τρίτη Ἅλωση, ἢ μᾶλλον βρισκόμαστε στὸ τελικὸ στάδιό της. Ἡ ἅλωση τοῦ 1204 ὁλοκληρώνεται σήμερα, ποὺ τὰ σύνορά μας βρίσκονται μέσα στὴν ψυχή μας. Δὲν εἶναι κυρίως γεωγραφικά, ἀλλὰ πνευματικὰ καὶ συνειδησιακά. Ἡ ψυχή μας ἀπειλεῖται μὲ νέα μεγάλη ἅλωση, τὴν Τρίτη καὶ ἀποφασιστικότερη, ποὺ ἴσως ἀποδειχθεῖ τελεσίδικη. Ἡ Ὑπερδύναμη τῆς Νέας Ἐποχῆς, μὲ ὅλες τὶς συνιστῶσές της, ἔχει ἀποβεῖ «καθολική μας μητρόπολη», κατὰ τὸν ἀείμνηστο ἱστορικὸ Κωστὴ Μοσκὼφ καὶ μόνιμο σημεῖο ἀναφορᾶς, ποὺ καθορίζει σύνολο τὸν ἐθνικό μας βίο, καὶ αὐτὸ τὸ φρόνημά μας, μὲ τὴν ἐξωπροσδιοριζόμενη παιδεία. Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ ἐπαναλάβω ἕνα λυγμικὸ λόγο τοῦ ἀειμνήστου Δασκάλου μου Νικολάου Τωμαδάκη: «Ἐλᾶτε – γράφει – νὰ μνημονεύσωμεν τὴν Ἅλωσιν! Ποίαν; Τὴν ἐκ τῶν ἔνδον ἐπελθοῦσαν; Τὴν αὐτοάλωσιν ἢ τὴν βίᾳ διὰ τῆς τουρκικῆς σπάθης πραγματοποιηθεῖσαν τὸ 1453; Ποία εἶναι ἡ δραματικωτέρα, ἢ χειροτέρα; Διὰ ποίαν εὐθυνόμεθα περισσότερον; Ἀπὸ ἐκείνην, ἡ ὁποία μᾶς ἔδωκε τὰ παραδείγματα καὶ τὴν ἐλπίδα; Ἢ ἀπὸ τὴν τωρινήν, ἡ ὁποία καταλύει τὴν πίστιν;». Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ σοφοῦ Διδασκάλου! Ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους οἱ ἐκδυτικισμένοι εὐρωπαϊστὲς καὶ σύμφωνα μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα,  ἐκσυγχρονιστὲς (δηλαδὴ νεωτεριστὲς καὶ μετανεωτεριστές), φαίνεται ὅτι ἔχουν στὶς ἀντορθόδοξες προοπτικές τους, τὴν «ἀλλαγὴ» τοῦ Ἔθνους ὡς διαστροφὴ καὶ καταστροφὴ τῆς ταυτότητάς του. Ἤδη οἱ ὀπαδοὶ τῆς Βαυαροκρατίας ἔβαλαν στὸ στόχαστρό τους τὰ Μοναστήρια καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο (1833 κ. ἑξ.). Διότι οἱ Εὐρωπαῖοι καὶ εὐρωπαϊστὲς γνωρίζουν καλά, ὅτι ὁ χῶρος αὐτὸς ἐξασφαλίζει τὴν συνέχεια τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης καὶ τῆς συνοχῆς τοῦ Ἔθνους μας.

Τὸ πνεῦμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ παραμένει ἔκτοτε συνδεδεμένο μὲ τὸν ἐπαρχιωτισμὸ καὶ τὴν ἡττοπάθεια μπροστὰ στὴ Δύση πολιτικὰ καὶ θρησκευτικά, δημιουργώντας στὸ Ἔθνος συνείδηση προτεκτοράτου. Ἡ ἀδυναμία βιώσεως τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης ἀπὸ τοὺς ἐκδυτικισμένους Ἡγέτες μας, ὅλων τῶν ἰδεολογικῶν ἀποχρώσεων, ἐξασθενίζει τὶς ἀντιστάσεις τους καὶ τὶς ἐκμηδενίζει, ὁδηγώντας καὶ στὴν ἀδυναμία ὀρθῆς ἀποτίμησης τοῦ πολιτισμοῦ μας καὶ τῆς ἱστορίας μας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ αἰσχύνονται γιὰ τὴν ταυτότητά τους. Πῶς, λοιπόν, ν᾽ ἀγωνισθοῦν ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής του; Καὶ στὶς ἡμερές μας στὰ ὅρια τοῦ λεγομένου «χωρισμοῦ» Ἐκκλησίας – Πολιτείας, ἐπιδιώκονται καὶ πραγματοποιοῦνται, βαθμιαῖα, πολιτειακὰ μέτρα, ποὺ ἀποδομοῦν ὄχι μόνο τὸν ἐκκλησιαστικό, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐθνικό μας βίο. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἤδη ἔχουν μεταξὺ ἄλλων ἐπιβληθεῖ: ἀποποινικοποίηση τῶν ἀμβλώσεων καὶ τῆς μοιχείας, αὐτόματο διαζύγιο· ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπὸ τὶς ταυτότητες, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν Κέντρων ἐξαρτήσεώς μας· ἀπομάκρυνση τῶν Κληρικῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα καὶ παρακώλυση τοῦ κοινωνικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἐπαχθῆ φορολόγηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὡς νὰ ἀνῆκε στοὺς Κληρικοὺς καὶ ὄχι στὸ Λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἄλλα καὶ παρεμπόδιση τοῦ πνευματικοῦ της ἔργου, μὲ τὸν περιορισμὸ τῶν χειροτονιῶν· θέσπιση τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, καὶ τῶν χριστιανῶν, ἐπαχθεῖς φορολογήσεις καὶ περικοπὲς τῆς μισθοδοσίας τῶν πολιτῶν καὶ τῆς ἰατροφαρμακευτικῆς περίθαλψής τους· σκανδαλώδης ἀποφυγὴ ἐφαρμογῆς τῶν νόμων καὶ ἀτιμωρησία, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν αὔξηση τῆς τρομοκρατίας καὶ παρανομίας· διαιώνιση τῆς ἀνυπαρξίας ἀποφασιστικῆς καὶ ὀρθολογικῆς μεταναστευτικῆς πολιτικῆς, ποὺ ἀποβαίνει εἰς βάρος τῶν Πολιτῶν τῆς Χώρας μας, ἄλλα καὶ αὐτῶν τῶν μεταναστῶν, μὲ τὴν διευκόλυνση τῆς λαθρομετανάστευσης· μειοδοσία στὰ ἐθνικά μας θέματα καὶ ἀπεμπόληση τῶν ἐθνικῶν κυριαρχικῶν δικαιωμάτων μας· ἀλλοίωση καὶ παραχάραξη τῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μας καὶ προώθησή της στὴν ἐκπαίδευση μὲ τὰ σχολικὰ βιβλία.  Ὄχι δηλαδὴ μόνο ἡ πίστη καὶ ὁ ἐκκλησιαστικός μας βίος, ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός μας πλήττεται θανάσιμα. Καὶ ὅλα αὐτὰ «διὰ νὰ γίνωμεν τέλειοι Εὐρωπαῖοι ἐξωτερικῶς μὲ ὅλα τὰ γνωρίσματα, ἑνὸς καταρρέοντος κοινωνικοῦ συστήματος ἀπίστου, ἀθρήσκου, ραθύμου». (Ν. Τωμαδάκης).  Οἱ κινήσεις ὅμως αὐτὲς τῶν θλιβερῶν ἐθνοκτόνων μας ἐνισχύονται ἀπὸ τὴν πέμπτη φάλαγγα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, τοὺς μεταπατερικοὺς Κληρικοὺς καὶ κατ᾽ἐπάγγελμα θεολόγους, τοὺς «συνευδοκοῦντας τοῖς πράσσουσι» (Ρωμ. 1, 32) τὴν ἀνομίαν. Ἡ διάσπαση δὲ τῆς Ἱεραρχίας εὐνοεῖ ἀποφασιστικὰ τὴν προώθηση καὶ ἐπιβολὴ τῶν ἀνατρεπτικῶν καινοτομιῶν. Ὅπως τὸν 19° αἰώνα, ἔτσι καὶ σήμερα, δυστυχῶς δεσπόζουν «ὑδαρεῖς» —κατὰ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Χρῆστο Ἀνδροῦτσο— Κληρικοί, συσχηματιζόμενοι μὲ τὰ μέτρα τῆς Πολιτικῆς Ἡγεσίας γιὰ λόγους προοδευτισμοῦ ἢ διεκδίκησης προσωπικῶν ὠφελημάτων. Ἐ πειδὴ δὲ τὰ πνευματικὰ συμπορεύονται πάντοτε μὲ τὰ πολιτειακά, πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἀποδόμηση τοῦ Ἔθνους ἔχει σημαντικὸ ἀντίκτυπο καὶ στὰ ἐθνικὰ θέματα σὲ κάθε περίοδο τῆς ἱστορίας μας. Καὶ αὐτὸ τὸ ζοῦμε σήμερα μὲ τὴ νέα κατοχή μας καὶ πάλι ἀπὸ τὴν Φραγκία, ὅπως τὸ 1204! Ἡ διαφορὰ τῆς προϊούσας σήμερα Τρίτης Ἁλώσεως ἀπὸ ἐκεῖνες τοῦ 1204 καὶ τοῦ 1453 εἶναι ὅτι τότε ἡττηθήκαμε, ἐνῶ σήμερα προχωρήσαμε στὴν ἅλωση μὲ τὴν συγκατάθεσή μας, θεωρώντας την μάλιστα ὡς σωτηρία!

Ἡ Δύση πῆρε ἐπιτέλους τὴν «ρεβάνς»! Τώρα πραγματοποιεῖ τὸν μακραίωνα πόθο της τὴν ὁλοκληρωτικὴ διάλυση τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων. Ἐντασσόμενοι στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ἐκάμαμε τόσους πανηγυρισμούς, διότι θεωρήσαμε τὸ γεγονὸς ὡς σωτηρία μας. Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε, γι᾽ αὐτό, νὰ μᾶς ἀπογοητεύσει ἡ Εὐρώπη ἐκεῖ, ποὺ στηρίξαμε «τὴν πᾶσαν ἐλπίδα» μας, στὰ οἰκονομικά, γιὰ νὰ εἶναι εὐκολότερη ἡ ἀφύπνισή μας.  Ἔτσι, ἡ ἱστορία παίρνει τὴν ἐκδίκησή της! Ξεχάσαμε τὸν Θεὸν τῶν Πατέρων ἡμῶν καὶ πιστεύουμε στὴν ἀπολυτοποιημένη «ἀξία» τοῦ οἰκονομισμοῦΔὲν ἀνοίξαμε καμμιὰ κερκόπορτα, ἀλλὰ τὶς πύλες τῆς ψυχῆς καὶ καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀλλοτριώσει καὶ νὰ μᾶς συντρίψει ἡ σημερινὴ Δύση. Εὐτυχῶς ὅμως ὑπάρχει —εἶναι βέβαιο— καὶ ἡ «μαγιὰ» τοῦ Μακρυγιάννη. Σ᾽ αὐτὴν ἀνήκουν ὅσοι σημερινοὶ Ἕλληνες μένουμε πιστοὶ στὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας καὶ τὸν Σωτήρα μας Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Οἱ ἀληθινοὶ πατερικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι. Αὐτοὶ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ μας, θὰ ἀναστήσουν τὸ Ἔθνος σὲ κάποιο νέο ᾽21, ὅταν ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέψει!

*Διάλεξις εἰς τὸ Ἡράκλειον τῆς Κρήτης τὸν Μάϊον τοῦ 2012, ἐπὶ τη επετείω της Αλώσεως του 1453