Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2011

Τῇ Λ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου, Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου



Τῇ Λ' τοῦ αὐτοῦ μηνός (Νοεμβρίου)
Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου Ἀποστόλου, Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου.

Ἀντίστροφον σταύρωσιν Ἀνδρέας φέρει,
Φανεὶς ἀληθῶς οὐ σκιώδης ἀντίπους.
Σταυρὸν κακκεφαλῆς τριακοστῇ Ἀνδρέας ἔτλη.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Φρουμεντίου, Ἐπισκόπου Ἰνδίας.

Φρουρούμενος χάριτι Σεπτῆς Τριάδος,
Φρουμέντιος δέδειχε φροῦδον τὴν πλάνην.

Ταῖς τῶν Ἁγίων σου πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἀπόστολος ὁ 

Πρωτόκλητος

Ημ. Εορτής:30 Νοεμβρίου
Ημ. Γέννησης:
Ημ. Κοιμήσεως:
Ημ. Ανακομιδής Λειψάνων:26 / 9 / 1964
Πολιούχος:Πάτρας
Λοιπές πληροφορίες:
Εορταζόμενο όνομα:Ἀνδρέας, Ἀνδριανή


Μορφὴ βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιοῦχος καὶ διαλεχτή. Πρῶτος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους γνώρισε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ πρῶτος κλήθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, γι’ αὐτὸ καὶ Πρωτόκλητος. Τὸ ὄνομά του τὸ ἱερὸ κατέχει ἰδιαίτερη θέση στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Ἔθνους μας.

Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαῖας καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ψαράς.
Ἦταν ὅμως ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες ψυχές, ποὺ μελετοῦσαν τοὺς προφῆτες καὶ περίμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὁ Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Ἐὐαγγελιστὴ, ὑπῆρξαν στὴν ἀρχὴ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, ποὺ βρισκόντουσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη καὶ ὁ Πρόδρομος τοὺς ἔδειξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οἱ δυὸ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἐπιφύλαξη ἀφήκαν ἀμέσως τὸν δάσκαλό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ. Τὸν ἀκολούθησαν μὲ προθυμία καὶ ζῆλο κι ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τί εἶδαν καὶ τί ἄκουσαν ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἀξέχαστες ὧρες; Χωρὶς ἄλλο, λόγια ἅγια καὶ θεία. Ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Λόγια, ποὺ τοὺς συνεπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τοὺς ἔκαμαν νὰ πιστέψουν πὼς στ’ ἀλήθεια ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν.
Ὁ Μεσσίας. Ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων.

Τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἱκανοποίησή τους ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφή τους μὲ τὸν Κύριο τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἀνδρέα. Μόλις χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἔτρεξε νὰ συναντήσει τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Πέτρο καὶ νὰ τοῦ πεῖ μὲ χαρά: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὁ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον Χριστός) καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Πόση καλοσύνη. Πόση εὐγένεια ψυχῆς! Πόση ἀγάπη! Δὲν κράτησε μόνος τὴν χαρά του. Ἔσπευσε νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του. Καὶ εἶχε δίκαιο! Κεῖνος ποὺ γεύτηκε τὸ μέλι τοῦ Εὐαγγελίου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ τρώει μόνος του. Ἡ πραγματικὴ χάρη, ὅταν φωτίσει τὴν ψυχή, βάνει τέρμα στὸ πνευματικὸ μονοπώλιο, λέει καὶ ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος τοῦ περασμένου αἰώνα.

Ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἔξοχο παράδειγμα ἀδελφικῆς ἀλληλεγγύης καὶ πνευματικότητας. Τὰ ἀδέλφια μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ οἰκεῖοι μας πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ μοιραστοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη μας. Σ’ αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὸν καλὸ τὸν λόγο. Θὰ δώσουμε τὸ χριστιανικὸ ἔντυπο. Θὰ τοὺς καλέσουμε σὲ μία χριστιανικὴ συγκέντρωση. Θὰ τοὺς ποῦμε σὲ μίαν ἐπίσκεψη: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ἀδελφοί μας! Ἐλᾶτε στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά. Αὐτὸς ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Αὐτὸς ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Μὴ σᾶς σκανδαλίζουν μερικὰ ἔκτροπα, ποὺ βλέπετε γύρω σας. Μὴ σᾶς σκανδαλίζει ἡ ζωὴ μερικῶν, ποὺ αὐτοκαλοῦνται χριστιανοὶ καὶ θέλουν τάχατες νὰ δείχνουν καὶ τὸν δρόμο στοὺς ἄλλους. Ἐσεῖς κοιτᾶτε μόνο τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς στὸν κόσμο τοῦτο δίνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν. Τὸ βεβαιώνει ἡ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου μας.

Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀναφέραμε, τόσο ὁ Ἀνδρέας, ὅσο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ξαναγύρισαν στὰ πλοῖα τους καὶ ἔπιασαν πάλι τὴν δουλειά τους. Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ εὐλογημένη ὤρα νὰ ἀρχίσει ὁ Κύριος τὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔγινε λίγες μέρες ἀργότερα. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ οἱ δυὸ ἀδελφοὶ καταγίνονταν νὰ ρίψουν τὰ δίχτυα τους στὴν θάλασσα, ὅταν τοὺς ξαναβρῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου», τοὺς εἶπε, «καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». «Εὐθέως», χωρὶς καμιὰ χρονοτριβή, χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τὸν ἀκολούθησαν. Στὴν περίσταση αὐτὴ ἔμοιασαν μὲ τὸν σοφὸ καὶ συνετὸ ἐκεῖνο ἔμπορο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ ζητοῦσε νὰ βρεῖ καὶ ν’ ἀγοράσει μαργαριτάρια. Καὶ ὅταν βρῆκε κάποτε ἕνα σπουδαῖο καὶ «πολύτιμον μαργαρίτην», ἔσπευσε νὰ πωλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ τὸν ἀγοράσει. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί.

Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστὰ καὶ πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς μαθητείας του δύο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπεισόδια καταδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερη θέση, ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸ πρῶτο συνέβηκε στὴν ἔρημο. Τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ Κύριος βρισκόταν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη γύρω, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ ν’ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἰησοῦς φώναξε κοντά του τὸν Φίλιππο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσουμε ψωμιά, γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;» Ὁ Κύριος φυσικὰ γνώριζε τί θὰ ἔκαμνε. Τὸ εἶπε ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ μέρους καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν γεμάτος ἀμηχανία ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν φτάνουν, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μιὰ μπουκιά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας κι εἶπε. «Κύριε, εἶναι ἐδῶ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια» (Ἰωάν. στ’ 9). Φυσικὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια δὲν εἶναι τίποτα γιὰ τόσο κόσμο. Μὰ ἐσύ Κύριε, μπορεῖς νὰ τὰ εὐλογήσεις καὶ τότε, ὦ, ναί! Τότε μποροῦν νὰ φᾶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περισσέψουν. Πρόσωπο μὲ παρρησία καὶ μὲ μία λανθάνουσα πίστη στὸν Χριστό μας παρουσιάζει τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸν Ἀνδρέα.

Πρόσωπο μὲ πλατιὰ καὶ μεγάλη καρδιὰ μᾶς τὸν παρουσιάζει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Συγχρόνως ὅμως καὶ ἄνθρωπο μὲ τόλμη, ποὺ δὲν διστάζει νὰ πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση καὶ ν' ἀναλάβει συνάμα καὶ τὶς εὐθύνες του. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἔδωκαν μερικοὶ συμπατριῶτες μας Ἕλληνες. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα, τοῦ τελευταίου Πάσχα τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στὰ πλήθη, ποὺ μαζεύτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἦταν καὶ αὐτοί. Ἀσφαλῶς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν ἰουδαϊσμό. Ἡ πνευματικὴ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς εἶχε τραβήξει μέσα στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ τὸν γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν Φίλιππο – ἴσως τὸ ἑλληνικό του ὄνομα τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος – καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστό. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἔσπευσε νὰ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ Ἀνδρέα. Γιατί τοῦ Ἀνδρέα; Γιατί ἦταν συμπατριώτης του καὶ ἤξερε τὴν παρρησία του. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Ἀνδρέας ἦταν γνωστὸς σὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὸ θέμα θὰ τὸ ἀντίκριζε ὄχι μὲ τὴ στενὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ἀνῆκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ πραγματικὰ ἡ στάση του δικαίωσε τὴν φήμη του.

Ὁ Ἀνδρέας, σὰν ἔμαθε ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸ περιστατικό, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πῆρε τοὺς Ἕλληνες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ (Ἰωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό; Τὴν μεγάλη, τὴν πλατιά του καρδιά, μὰ καὶ τὴν οἰκειότητά του πρὸς τὸν Χριστό. Εὐτυχεῖς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὸν Πρωτόκλητο καὶ βοηθοῦν καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο.

Ἡ ζωὴ τοῦ Πρωτοκλήτου κατὰ τὰ τρία χρόνια τῆς μαθητείας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀχόρταγα καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ρουφοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μαζί του περιέτρεχε τὴν Ἅγια Γῆ καὶ ἔβλεπε τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματά του. Βαθιὰ ἦταν ἡ συγκίνησή του γιὰ τὴν ὑποδοχή, ποὺ ὁ περιούσιος λαὸς ἐπεφύλαξε στὸν Κύριό μας «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Πιὸ βαθιὰ ἡ θλίψη του γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του καὶ γιὰ ὅσα ἀκολούθησαν αὐτή. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου ὅμως κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἐνῶ πιὰ εἶχε βραδιάσει καὶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν κλειστὲς «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ξανάφερε στὴν ψυχή του τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἀνδρέας παρευρέθηκε στὴν Ἀνάληψη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία.

Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Ἀπόστολός μας, ὅπως ψάλλει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀφοῦ «διεπέτασε τὸ ἱστίον τοῦ Πνεύματος, ὡς κύμα γαληνὸν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν ἐπλούτισε τὴν γῆν τοῦ ἐνθέου κηρύγματος». Ὁ Ἀνδρέας ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Σκυθία, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ νότιος Ρωσία, ἡ Ἑλληνικὴ Βιθυνία, ὁ Πόντος, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος κι ἡ Ἀχαΐα ποτίστηκαν πλούσια μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολό μας ἱδρύθηκε. Ἐδῶ ὁ Ἀνδρέας ἐγκατέστησε πρῶτο ἐπίσκοπο τὸν Ἀπόστολο Στάχυ κιαὶαὐτοῦ διάδοχος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Σὲ μία του περιοδεία, ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν παράδοση, πὼς ὁ Ἅγιος μας ἦλθε καὶ στὸ νησί μας. Τὸ καράβι, ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν Ἰόππη, λίγο πρὶν προσπεράσουν τὸ γνωστὸ ἀκρωτήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα καὶ τὰ νησιά, ποὺ εἶναι γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Κλεῖδες, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει ἐκεῖ σ’ ἕνα μικρὸ λιμανάκι, γιατί κόπασε ὁ ἄνεμος. Τὶς μέρες αὐτὲς τῆς νηνεμίας τοὺς ἔλειψε καὶ τὸ νερό. Ἕνα πρωί, ποὺ ὁ πλοίαρχος βγῆκε στὸ νησὶ καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ νερό, πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ἀπόστολο. Δυστυχῶς πουθενὰ νερό. Κάποια στιγμή, ποὺ ἔφτασαν στὴ μέση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινούργιας, ποὺ εἶναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ὁ Ἅγιος γονάτισε μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ προσευχήθηκε νὰ στείλει ὁ Θεὸς νερό. Ποθοῦσε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ στὸν Χριστό. Ὕστερα σηκώθηκε, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ βράχου βγῆκε ἀμέσως μπόλικο νερό, ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ἕνα λάκκο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας καὶ ἀπ’ ἐκεῖ προχωρεῖ καὶ βγαίνει ἀπὸ μία βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα. Εἶναι τὸ γνωστὸ ἁγίασμα. Τὸ εὐλογημένο νερό, ποὺ τόσους ξεδίψασε, μὰ καὶ τόσους ἄλλους, μυριάδες ὁλόκληρες, ποὺ τὸ πῆραν μὲ πίστη δρόσισε καὶ παρηγόρησε. Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου.

Ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ καραβιοῦ ποὺ μετέφερε ὁ πατέρας. Γεννήθηκε τυφλὸ καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι. Ποτέ του δὲν εἶδε τὸ φῶς. Δένδρα, φυτά, ζῶα ἀγωνιζόταν νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὸ ψαχούλεμα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ ναῦτες γύρισαν μὲ τὰ ἀσκιὰ γεμάτα νερὸ καὶ ἐξήγησαν τὸν τρόπο ποὺ τὸ βρῆκαν στὸ νησί, ἕνα φῶς γλυκιᾶς ἐλπίδας ἄναψε στὴν καρδιὰ τοῦ δύστυχου παιδιοῦ. Μήπως τὸ νερὸ αὐτό, σκέφτηκε, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο ὕστερα ἀπ’ τὴν προσευχὴ τοῦ παράξενου ἐκείνου συνεπιβάτη τους, θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει καὶ σ’ αὐτὸν τὸ φῶς του ποῦ ποθοῦσε; Ἀφοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο βγῆκε, θαύματα θὰ μποροῦσε καὶ νὰ προσφέρει. Μὲ τούτη τὴν πίστη καὶ τὴν βαθιὰ ἐλπίδα ζήτησε καὶ τὸ παιδὶ λίγο νερό. Διψοῦσε. Καιγόταν ἀπ’ τὴν δίψα. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσπευσε καὶ ἔδωσε στὸ παιδὶ ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερό. Ὅμως τὸ παιδὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ δροσίσει μὲ τὸ νερὸ τὰ χείλη του, νὰ πλύνει πρῶτα τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ δροσερὸ νερὸ ἄγγιξε τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν τοῦ παιδιοῦ, τὸ χρόνιο σκοτάδι ἄρχισε νὰ διαλύεται. Καὶ ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, ἄρχισε νὰ λούζει τὰ γύρω πράγματα...

— Πατέρα, πατέρα, ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ παιδὶ πότε ψαχουλεύοντας καὶ πότε τρέχοντας νὰ βρεῖ τὸν πατέρα. Καὶ ὁ καπετάνιος ποὺ τρόμαξε ἀπ' τὶς φωνὲς τοῦ παιδιοῦ τρέχει καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἀκουόταν ἡ φωνή. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παιδιοῦ του σταμάτησε, ἔσκυψε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του.
— Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μὲ τρόμο ὁ πατέρας.
— Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γιὰ κοίτα με, βλέπω τὴν θάλασσα, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ μας ποὺ φουσκώνουν. Πατέρα, τὸ εὐλογημένο νερὸ ποὺ μοῦ ἔδωκε ἐκεῖνος ὁ παππούλης, γιὰ νὰ πιῶ καὶ νὰ πλυθῶ, αὐτό μου χάρισε ὅτι ποθούσαμε. Τὸ φῶς μου, πατέρα...

Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ διακοπὴ ποὺ πέρασε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητὰ εὐγνωμοσύνης ὁ καπετάνιος σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Παιδί μου, πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παππούλη ποὺ λές, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ ὅτι μας χάρισε!
— Ὄχι ἐμένα, εἶπε ὁ Ἀπόστολος ποὺ πλησίασε. Τὸν Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλοι. Αὐτὸς μᾶς ἔδωκε τὸ νερό. Αὐτὸς γιάτρεψε καὶ τὸ παιδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει!

Καὶ ὁ   Ἀπόστολος, ποὺ τὸν κοίταζαν ὅλοι μὲ θαυμασμό, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει τὴ νέα θρησκεία. Τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας πολὺ καρποφόρο. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν. Τὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ καπετάνιος μὲ τὸ παιδί του, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Καὶ ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες καὶ μερικοὶ ψαράδες ποὺ ἤσαν ἐκεῖ. Πίστεψαν ὅλοι στὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ Ἀπόστολός μας καὶ βαφτίστηκαν. Φυσικὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ, ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα. Στὸ μεταξὺ ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾶ καὶ τὸ καράβι ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του. Ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκαν, τοὺς ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Ἔτσι στὸ εὐλογημένο νησὶ ὀργανώθηκε ἀκόμη μιὰ ὁμάδα, μία ἐκκλησία πιστῶν στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.

Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, κτίστηκε στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ περπάτησε καὶ ἅγιασε μὲ τὴν προσευχή, τὰ θαύματα καὶ τὸν ἱδρώτα του ὁ Πρωτόκλητος μαθητής, τὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητὲς ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς Κύπρου, ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι κι ἀλλόθρησκοι ἀκόμη, συνέρεαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου, νὰ βαφτίσουν ἐκεῖ τὰ νεογέννητα παιδιά τους καὶ νὰ προσφέρουν τὰ πλούσια δῶρα τους σὲ χρῆμα ἢ σὲ εἴδη, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ εὐχαριστῶ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν θεῖο Ἀπόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωὰμ ἦταν ἡ ἐκκλησία του γιὰ τοὺς πονεμένους. Πλεῖστα ὅσα θαύματα γινόντουσαν ἐκεῖ σὲ ὅσους μετέβαιναν μὲ πίστη ἀληθινὴ καὶ συντριβὴ ψυχῆς.

Σὲ ὅλους τους ναοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας θὰ βροῦμε τὴν ἁγία εἰκόνα του καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο μεταξὺ τῶν κατοίκων (Ἀνδρέας ἢ Ἀδρεανὴ - Ἀνδρούλα) καὶ τὸ πιὸ διαδεδομένο. Γιὰ λόγους ποὺ μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια – ἀπὸ τὸ 1974 — τὸ ἅγιο μοναστήρι μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Καρπασία, τὴ Μεσαορία καὶ τὴ Βόρειο Κύπρο ἔχει περιέλθει στὴν κυριαρχία τοῦ πιὸ βάρβαρου εἰσβολέα, τοῦ Τούρκου. Οἱ εὐλογημένες ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται στὰ μέρη αὐτὰ μένουν κανονικὰ ἀλειτούργητες. Καὶ οἱ καμπάνες σώπασαν ἀπὸ τότες νὰ κτυποῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ συναγερμὸ ψυχῆς. Τὸ ἁγίασμα ὅμως ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴν γῆ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Ἀνδρέου μένει καὶ συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του. Συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του καὶ περιμένει τὴν ἁγία ὥρα, ποὺ οἱ πιστοὶ τοῦ νησιοῦ, πλυμένοι καὶ καθαρισμένοι μέσα στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετάνοιας, θὰ ἀξιωθοῦν ἐλεύθεροι καὶ πάλι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ ὄμορφο μοναστήρι γιὰ νὰ ψάλουν τὰ εὐχαριστήρια στὸν Κύριο γιὰ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πικρῆς δοκιμασίας καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσίσουν τὰ χείλη ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, μὲ τὴν βοήθεια τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, μὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων της Κύπρου μας, ἡ μέρα αὐτὴ νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο.

Τὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου ὑπῆρξε ἀνάλογο τῆς ἱστορίας του. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα, ὅπου εἶχε φτάσει, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ ἐδῶ τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίσκεψή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἔφερε πολλοὺς καρπούς. Σὲ λίγες μέρες τὸ κήρυγμά του μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικὰ τὰ θεμέλια τῆς εἰδωλολατρίας στὴν Ἀχαΐα. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ πίστεψαν, ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθύπατος. Ἔτσι λεγόνταν κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες, ποὺ διοικοῦσαν μία ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τῆς πόλεως, ὁ Λέσβιος ὅπως λεγόταν, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἄξαφνα βαριὰ καὶ τὸν εἶχε γιατρέψει ὁ Ἀπόστολός μας. Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνθύπατου ἔσπευσαν ν’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μὰ τὸ πράγμα ἔγινε γνωστὸ στὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας Νέρων λύσσαξε ἀπ’ τὸ κακό του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ὁ Λέσβιος ἀπὸ κάποιο Αἰγεάτη, πολὺ φανατικὸ εἰδωλολάτρη καὶ πολὺ σκληρό.

Ὁ Πρωτόκλητος ἔχοντας συνοδὸ τὸν Λέσβιο συνεχίζει καθημερινὰ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς θαυματουργικές του θεραπεῖες. Πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἀχαΐα τὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ πολλοὶ κάθε μέρα πυκνώνουν τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. Μέσα σ’ αὐτοὺς προστίθενται τώρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα, ὁ ἀδελφός του Στρατοκλῆς, σοφὸς μαθηματικός, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὴ συνοδεία του.



Ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἂν καὶ εἶδε τὴν γυναίκα του Μαξιμίλλα νὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πρωτοκλήτου, ἂν καὶ εἶδε τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο, νὰ προσχωρεῖ στὴ νέα πίστη, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἀξίωσε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Μαξιμίλλα ὅμως δὲν δέχτηκε ν’ ἀκούσει.

– Προτιμῶ, τοῦ εἶπε, νὰ χωριστῶ ἀπὸ σένα παρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου.

Καὶ αὐτός, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ πάθος του, διατάσσει νὰ συλλάβουν τὸν Πρωτόκλητο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει δὲ περισσότερο τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Χριστὸ γυναίκα, τὴν ἀπειλεῖ πώς, ἂν δὲν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία τῶν πατέρων της, τὴν εἰδωλολατρία, θὰ βασανίσει τρομερὰ τὸν γέροντα Ἀπόστολο καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σταυρώσει. Ἀνήσυχη ἡ Μαξιμίλλα τρέχει στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Ἀπόστολο τὶς ἀπειλὲς τοῦ συζύγου της. Τρέμει ἡ καλὴ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακὸ ὁ εὐεργέτης καὶ σωτήρας της.
— Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, γιὰ τὴν ζωή μου, τῆς εἶπε ὁ Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου. Θὰ εἶναι τιμὴ καὶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ μένα ν’ ἀξιωθῶ νὰ φύγω ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔφυγε ὁ Λυτρωτής μας. Ἂς κάμει, ὅτι θέλει ὁ Αἰγεάτης. Ἂς μὲ κάψει στὴν φωτιά. Ἂς μὲ κατακάψει μὲ τὰ μαχαίρια. Ἂς μὲ καρφώσει στὸν Σταυρό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Ὁ Στρατοκλής, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, λούστηκε στὸ κλάμα.
1 – Μὴν κλαῖς, τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Κάποια μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν». Πρόσεξε μόνο τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειρα στὴν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικὰ καὶ σπεῖρέ τον καὶ ἐσὺ παρακάτω.

Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τόνωσαν τὸ θάρρος τῆς Μαξιμίλλας καὶ τοῦ Στρατοκλῆ καὶ ἀτσάλωσαν τὴν θέληση τοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν ὡς τὸ τέλος. Ὁ Αἰγεάτης ξαναφώναξε τὴν γυναίκα του καὶ προσπάθησε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ κολακευτικὰ νὰ τὴν μεταπείσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
— Εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τῆς εἶπε. Ἂν πεισθεῖς νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστό, θὰ σ’ ἔχω βασίλισσα στὸ σπίτι μου. Ἀλλιῶς θὰ καρφώσω σ’ ἕνα σταυρὸ τὸν γέρο, πού σου πῆρε τὰ μυαλά, καὶ θὰ σκοτώσω καὶ ἐσένα.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Μαξιμίλλας ὑπῆρξε ἀληθινὰ ἡρωική.
— Προτιμῶ χίλιες φορὲς τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωὴ μ’ ἕνα εἰδωλολάτρη σὰν καὶ σένα.

Τὰ λόγια τῆς ἡρωίδας χριστιανῆς ἄναψαν τὸν θυμὸ τοῦ συζύγου της, ποὺ ἔδωκε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν σκληρὰ τὸν Ἅγιο καὶ στὸ τέλος νὰ τὸν ὑψώσουν πάνω σ’ ἕναν σταυρό, ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Χ καὶ ποὺ εἶχε στηθεῖ στὸ «χεῖλος τῆς θαλάσσιας ἀμμουδιᾶς». Πάνω στὸν Σταυρὸ αὐτό, ποὺ ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ξύλα ἐλιᾶς, ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου, χωρὶς νὰ τὸν καρφώσουν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιατί ὁ Ἀνθύπατος ἤθελε νὰ κρατήσει πολὺν καιρὸ τὸν Ἅγιο στὴ ζωή, γιὰ νὰ τὸν βασανίσει.

Ἀπὸ μία θάλασσα, τὴν ὄμορφη θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, κάλεσε ὁ Κύριος τὸν μεγάλο Ψαρὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ γίνει μαθητής του καὶ νὰ ψαρεύει ἀνθρώπους. Ἀπὸ μία ἄλλη θάλασσα κοντά, τὴν θάλασσα τῆς ἱστορικῆς πόλεως τῶν Πατρών, κάλεσε καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸν μαθητὴ καὶ Ἀπόστολό του Ἀνδρέα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία σπορᾶς τοῦ λόγου του, νὰ μεταπηδήσει στὴν οὐράνια πατρίδα μας, γιὰ νὰ λάβει τὸν ἄφθαρτο στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὲ ἡλικία 80 περίπου χρόνων.

Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀχαΐας θρήνησαν βαθιὰ τὸν θάνατό του. Ὁ πόνος τους ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλος, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἀρνήθηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Τὴν ἴδια μέρα, ποὺ πέθανε ὁ Ἅγιος, ὁ Αἰγεάτης τρελάθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός». Οἱ χριστιανοὶ τότε μὲ τὸν ἐπίσκοπό τους τὸν Στρατοκλῆ, πρῶτο Ἐπίσκοπο τῶν Πατρών, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἀργότερα, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Κωνστάντιος, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, μέρος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ἔνδον τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου φαίνεται πὼς ἀπέμεινε στὴν Πάτρα. Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὴν πόλη τὸ 1460, τότε ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος, ἀδελφὸς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τελευταῖος Δεσπότης τοῦ Μοριᾶ, πῆρε τὸ πολύτιμο κειμήλιο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1964. Τὴν 26η τοῦ Σεπτέμβρη ( Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας) τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀντιπροσωπεία τοῦ πάπα Παύλου μετέφερε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν νόμιμο κάτοχο, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρέων. Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μεταφέρθηκε καὶ στὴν Κύπρο τὸ 1967 γιὰ μερικὲς μέρες καὶ ἐξετέθηκε σὲ εὐλαβικὸ προσκύνημα. Χιλιάδες Κύπριοι τότε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ μας καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὴν ἅγια Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ μπροστά της κατέθεσαν τὸν βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλαβικὴ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὰ ὅσα ἡ χάρη του πρόσφερε καὶ προσφέρει στὸ νησί μας.

Στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου ἀποστόλου ἂς κλίνει τακτικὰ μὲ εὐλάβεια τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς κάθε Ἑλληνικὴ καρδιά. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἀγάπησαν τὴν πατρίδα μας καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μήνυμά του δὲ, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἂς γίνει καὶ γιὰ μᾶς σύνθημα ζωῆς.
 
«Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» φωνάζει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Πρωτόκλητος μαθητής. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸν γνωρίσαμε ἐμεῖς. Ἔτσι θὰ τὸν γνωρίσετε καὶ ἐσεῖς, ἂν τὸν ἀναγνωρίσετε Ἀρχηγὸ καὶ Κύριό σας κι ἂν βάλετε τὸ θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ στὴν ζωή σας. Ναί! ἂν βάλετε τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ καὶ σύντροφο στὴ ζωή σας. Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Τὸ σωστικὸ αὐτὸ μήνυμα ἂς ἀγκαλιάσουμε μὲ πίστη φλογερὴ ὅλοι ἀνεξαίρετα ὅσοι ποθοῦμε νὰ δοῦμε στὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ τόπο καλύτερες μέρες. Ὅτι γκρεμίζει ἡ ἁμαρτία ἀνορθώνει καὶ ξαναφτιάχνει μόνο μιὰ εἰλικρινὴς μετάνοια. Μὲ μία γνήσια μετάνοια καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς καταφύγουμε καὶ πάλι ὅλοι στὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἃς τοῦ ζητήσουμε νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς ὅπως κάποτε τοὺς Νινευΐτες καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει τὴ λευτεριά μας. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀκούσει. Μᾶς τὸ βεβαιώνει μὲ τὰ ἅγια λόγια Του: «Ἐπικάλεσαι με, ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με». Παιδί μου, ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, φώναξέ με στὸν πόνο σου. Καὶ θὰ σὲ ἀκούσω. Καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, μιὰς καὶ εἶναι γιὰ τὸ καλό σου. Καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Ἀκοῦς; Θὰ στὸ δώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις.


Ὡς τῶν Ἀποστόλων πρωτόκλητος, καὶ τοῦ κορυφαίου αὐτάδελφος, τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων ἰδὼν Ἀπόστολε, σωματωθέντα ἀτρέπτως εἰς σωτηρίαν ἡμῶν, πρῶτος ἔδραμες αὐτῷ Ἀνδρέα πάνσοφε· ὅθεν ηὐγάσθης παρ’ αὐτοῦ, ὡς ἀστὴρ ἀειφανής, καὶ ἔλαμψας τοῖς ἐν κόσμῳ, τῆς εὐσεβείας τὸ φέγγος, φωταγωγῶν τὰς διανοίας ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ Μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ καὶ νῦν ἡμὶν ἐκέκραγεν· Εὐρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.


Μεγαλυνάριον.
Πρῶτος προσπελάσας τῷ Ἰησοῦ, πρωτόκλητος ὤφθης, καὶ ἀκρότης τῶν Μαθητῶν, Ἀνδρέα θεόπτα· ἐντεῦθεν προσεπάγης, Σταυρῷ ὡς ὁ Δεσπότης, μεθ’ οὗ δεδόξασαι.






Το μεγάλο εύρημα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα



Το μεγάλο εύρημα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα

Ο απ. Ανδρέας, όταν αισθάνθηκε βαθειά ότι βρήκε τον Χριστό που δεσπόζει στις καρδιές όλων, βλέποντας τον θείο Διδάσκαλο σαν θησαυρό φωτεινό, φώναξε ακράτητος στον αδελφό του Πέτρο: «Βρήκαμε τον Μεσσία». Τί μεγάλη η αδελφική αγάπη! Αντιστρέφει και τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Δεύτερος μετά τον Πέτρο ήλθε στη ζωή ο Ανδρέας. Πρώτος όμως, πριν τον Πέτρο, κλήθηκε στη θαυμαστή αλιεία του Χριστού και στη διακονία του Ευαγγελίου. «Βρήκαμε τον Μεσσία». Γεμάτος χαρά ο λόγος. Περισσότερο πολύτιμη η ευκαιρία της ανακαλύψεως. Ο Ανδρέας βρήκε τον θησαυρό, Εκείνον που κήρυξαν ότι θάρθη πριν χρόνια τώρα οι Προφήτες. Εκείνον που ο Μιχαίας τον είδε σε δοξασμένο θρόνο, ο Η¬σαΐας πάνω στα σεραφείμ, ο Δανιήλ πάνω στις νεφέλες. «Βρήκαμε τον Μεσσία που είναι ο Χριστός». Ο Ένας Χριστός, Θεός στην φύση και συγκαταβατικά άνθρωπος. Αυτός που ανέδειξε τον Ανδρέα και όλους τους άλλους Αποστόλους πηγές θαυμάτων και δοχεία χάριτος.

(Άγ. Πρόκλος Πατρ. Κων/πόλεως)
"ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ
ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΝΔΡΕΑ:

Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2011

H νηστεία των Χριστουγέννων


Χαίρετε πάντοτε εν Χριστώ!

Βρήκα και σας μεταφέρω από παλαιότερη ανάρτηση, λόγω που είναι πλέον και πάλι επίκαιρο.

Πρόκειται για τη νηστεία των Χριστουγέννων.

Εύχομαι να ωφεληθείτε τα μέγιστα.

Καλόν Αγώνα και Καλή Σαρακοστή!

1. Δεύτερη μακρά περίοδος νηστείας μετά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία των Χριστουγέννων, γνωστή στη γλώσσα του ορθοδόξου λαού μας και ως σαραντα(η)μερο. Περιλαμβάνει και αυτή σαράντα ημέρες, όμως δεν έχει την αυστηρότητα της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αρχίζει την 15η Νοεμβρίου και λήγει την 24η Δεκεμβρίου.

2. Η εορτή της κατα σάρκα γεννήσεως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη Δεσποτική εορτή του χριστιανικού εορτολογίου. Μέχρι τα μέσα του
Δ' αιώνα η Εκκλησία της Ανατολής συνεόρταζε τη γέννηση και τη βάπτιση του Χριστού υπό το όνομα τα Επιφάνεια την ίδια ήμερα, στις 6 Ιανουαρίου. Τα Χριστούγεννα ως ξεχωριστή εορτή, εορταζομένη στις 25 Δεκεμβρίου εισήχθη στην Ανατολή από τη Δύση περί τα τέλη του Δ' αιώνα.
Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, που πρώτος ομιλεί για την εορτή των Χριστουγέννων, την ονομάζει «μητρόπολιν πασών των εορτών» και μας πληροφορεί περί το 386 ότι «ούπω δέκατον έστιν έτος, εξ ου δήλη και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα (της εορτής) γεγένηται».
Με τη διαίρεση της άλλοτε ενιαίας εορτής και την καθιέρωση των τριών ξεχωριστών εορτών, της Γεννήσεως την 25η Δεκεμβρίου, της Περιτομής την 1η και της Βαπτίσεως την 6η Ιανουαρίου, διαμορφώθηκε και το λεγόμενο Δωδεκαήμερον, δηλαδή το εόρτιο χρονικό διάστημα από τις 25 Δεκεμβρίου ως τις 6 Ιανουαρίου. Έτσι διασώθηκε κατά κάποιο τρόπο η αρχαία ενότητα των δύο μεγάλων εορτών της Γεννήσεως και της Βαπτίσεως του Κυρίου.

3. Ή μεγάλη σημασία που απέκτησε με την πάροδο του χρόνου στη συνείδηση της Εκκλησίας η νέα εορτή των Χριστουγέννων και η ευλάβεια των πιστών και ιδιαίτερα των μοναχών, απετέλεσαν τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση και της προ των Χριστουγέννων νηστείας. Σ' αυτό ασφαλώς επέδρασε και η διαμορφωμένη ήδη τεσσαρακονθήμερη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που προηγείτο του Πάσχα.
Όπως η εορτή έτσι και η νηστεία, ως προετοιμασία για την υποδοχή των γενεθλίων του Σωτήρος, εμφανίστηκε αρχικά στη Δύση, όπου η νηστεία αυτή ονομαζόταν Τεσσαρακοστή τον άγιου Μαρτίνου επειδή άρχιζε από την εορτή του άγιου τούτου της Δυτικής Εκκλησίας. Το ίδιο επανελήφθη και σ' εμάς, όπου πολλοί τη νηστεία των Χριστουγέννων ονομάζουν του άγιου Φιλίππου επειδή προφανώς αρχίζει την επομένη της μνήμης του Αποστόλου. Οι πρώτες ιστορικές μαρτυρίες, που έχουμε για τη νηστεία προ των Χριστουγέννων, ανάγονται για τη Δύση στον Ε' και για την Ανατολή στον ΣΤ' αιώνα. 'Από τούς ανατολικούς συγγραφείς σ' αυτήν αναφέρονται ό Αναστάσιος Σιναιτης, ό πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ο Ομολογητής, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, καθώς επίσης και ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βάλσαμων.

4. Ή νηστεία στην αρχή, καθώς φαίνεται, ήταν μικρής διάρκειας. Ό Θεόδωρος Βαλσαμων, που γράφει περί τον ΙΒ' αιώνα —και κατά συνέπεια μας πληροφορεί για τα όσα ίσχυαν στην εποχή του —, σαφώς την ονομάζει «επταήμερον». Όμως υπό την επίδραση της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής επεξετάθη και αυτή σε σαράντα ήμερες, χωρίς εν τούτοις να προσλάβει την αυστηρότητα της πρώτης.

Πως θα πρέπει να την νηστεύουμε; Καθ' όλη τη διάρκεια του σαρανταημέρου δεν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά και αυγά. Αντίθετα, επιτρέπεται να καταλύουμε ψάρι όλες τις ήμερες — πλην, φυσικά, της Τετάρτης και της Παρασκευής— από την αρχή μέχρι και την 17η Δεκεμβρίου. Ψάρι καταλύουμε επίσης και κατά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, οποιαδήποτε ημέρα κι αν πέσει.
'Από την 18η μέχρι και την 24η Δεκεμβρίου, παραμονή της εορτής, επιτρέπεται η κατάλυση οίνου και ελαίου μόνο — εκτός, βέβαια, των ημερών Τετάρτης και Παρασκευής που θα παρεμβληθούν και κατά τις οποίες τηρούμε ανέλαιη νηστεία. Επίσης με ξηροφαγία θα πρέπει να νηστεύουμε την πρώτη ήμερα της νηστείας, 15η Νοεμβρίου, καθώς και την παραμονή της εορτής, έκτος βέβαια κι αν πέσουν Σάββατο η Κυριακή.

ΝΗΣΤΕΙΑ: ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
«Επίσης οφείλουμε να μην τηρούμε μόνο την τάξη της νηστείας που αφορά τις τροφές, αλλά να απέχουμε και από κάθε αμαρτία, έτσι ώστε, όπως νηστεύουμε ως προς την κοιλιά, να νηστεύουμε και ως προς τη γλώσσα, αποφεύγοντας την καταλαλιά, το ψέμα, την αργολογία, τη λοιδορία, την οργή και γενικά κάθε αμαρτία που διαπράττουμε μέσω της γλώσσας.
Επίσης χρειάζεται να νηστεύουμε ως προς τα μάτια. Να μη βλέπουμε μάταια πράγματα. Να μην αποκτούμε παρρησία διά μέσου των ματιών. Να μην περιεργαζόμαστε κάποιον με αναίδεια. Ακόμη θα πρέπει να εμποδίζουμε τα χέρια και τα πόδια από κάθε πονηρό πράγμα.
Με αυτό τον τρόπο νηστεύοντας μια νηστεία ευπρόσδεκτη στον Θεό, αποφεύγοντας κάθε είδους κακία που ενεργείται διά μέσου της καθεμιάς από τις αισθήσεις μας, θα πλησιάζουμε, όπως είπαμε, την άγια ήμερα της αναστάσεως αναγεννημένοι, καθαροί και άξιοι της μεταλήψεως των άγιων μυστηρίων».
ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ

Από το "Αι νηστείαι της Εκκλησίας", Αρχιμ. Συμεών Κούτσα Εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 88-92
Με αγάπη Χριστού εν δυνάμει.

Χαραλάμπης
 

Προϋποθέσεις της Θεογνωσίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας
ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ
Η γνώση του Θεού δεν είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά δώρο του ίδιου του Θεού. Δεν «βρίσκει» ο άνθρωπος τον Θεό, αλλά ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Όμως ο άνθρωπος δεν μένει «παθητικός δέκτης» της Θείας χάρης, η θεογνωσία περνάει μέσα από την ελεύθερη προαίρεση του· δεν αποτελεί βιασμό της ανθρώπινης προαίρεσης. Είναι λοιπόν ανάγκη να αποδείξουμε έμπρακτα την επιλογή μας και ας δοΰμε με ποιους τρόπους μπορεί αυτό να γίνει.


1. Αγαθή διάθεση
Η θεογνωσία απαιτεί καθαρότητα καρδιάς και αγνότητα διάθεσης. Ο πονηρός άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην αληθινή γνώση του Θεού, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, κι αν ακόμη αποστηθίσει ολόκληρη την αγία Γραφή.
Το πονηρό πνεύμα έφερε τον Χριστό στο άκρον της στέγης του Ναού και του είπε: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, πέσε κάτω, γιατί είναι γραμμένο ότι θα διατάξει τους αγγέλους να σε προσέχουν και να σε σηκώσουν στα χέρια, για να μη σκοντάψει σε πέτρα το πόδι σου» (Ματθ. δ' 6. Ψαλμ. 90, 11).
Εδώ η πρόθεση του Σατανά δεν ήταν αγνή, δεν ζητούσε την προσωπική ένωση με τον Χριστό, την πραγματική Θεογνωσία, αλλά προσπάθησε να παρασύρει τον Κύριο σε ενέργεια πονηρή, δεν ήταν πράξη εμπιστοσύνης, αγάπης και υπακοής στο θέλημα του Πατρός, δεν αναφερόταν στο θείο σχέδιο, αλλά ήταν έκφραση υποταγής στο σχέδιο του όφεως. Γι' αυτό το λόγο ο Κύριος απαντά: «Πάλι είναι γραμμένο· δεν πρέπει να πειράξεις Κύριον τον Θεόν σου» (Ματθ. δ' 7. Λουκ. δ' 12. Δευτερ. στ' 16. Πρβλ. Α' Κορ. ι’ 9. Αριθ. κα' 5-6).
Όποιος δεν ξεκινάει από αγνή διάθεση, ποτέ δεν θα φθάσει στη Θεότητα του Κυρίου· δεν θα μπορέσει να ενωθεί με Αυτόν, οσοδήποτε κι αν ερευνήσει, οσοδήποτε κι αν μελετήσει την αγία Γραφή.

«Εδίψησε η ψυχή μου πρός τον Θεό τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» ·εδίψασε η ψυχή μου για τον ζωντανό Θεό, πότε θα έλθω και θα δω το πρόσωπο του Θεού μου; (Ψαλμ. μβ' 3). Εκείνος που θα διψάσει για τον Θεό θα τρέξει σαν το ελάφι στην πηγή (Ψαλμ. μα' (μβ') 1-3), δηλαδή στον Χριστό (Ιω. δ' 10). Αντίθετα, όποιος προσπαθήσει να σβήσει τη δίψα μόνος, δεν θα το πετύχει ποτέ: «εγώ τω διψώντι δώσω έκ της πηγής του ύδατος της ζωής δωρεάν», δηλαδή σε κείνον που διψά εγώ θα δώσω δωρεάν από την πηγή του ύδατος της ζωής (Αποκ. κα' 6)• «ο διψών ερχέσθω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν», εκείνος που διψάει ας έλθει και εκείνος που το επιθυμεί ας λάβει δωρεάν ύδωρ ζωής (Αποκ. κβ' 17).
Για να οδηγηθεί λοιπόν κανείς στην αληθινή Θεογνωσία πρέπει να έχει γνήσια διάθεση, να διψάει για τον Θεό. Να μη είναι δηλαδή το κίνητρο του διανοητική υπόθεση ή ικανοποίηση περιεργείας. Αυτός που φλέγεται από την επιθυμία του Θεού δεν προκαλεί, δεν εκπειράζει τον Κύριο! Η σωτήρια γνώση του Θεού δεν είναι υπόθεση διανοητική, ούτε αποβλέπει στην ικανοποίηση της δίψας για μάθηση. Ξεκινάει από τη βαθειά επιθυμία της καρδιάς για προσωπική κοινωνία αγάπης με τον Πλάστη Θεό και αφορα ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Μ' αυτή τη διάθεση πρέπει κανείς να προσεγγίζει τη γνώση του Θεού.


2. Η αγάπη
Μια άλλη βασική προϋπόθεση της Θεογνωσίας είναι η αγάπη. Ο ίδιος ο Θεός είναι αιώνια αγάπη και επιθυμεί να έλθει σε προσωπική κοινωνία με τον άνθρωπο «εν ελευθερία».
Δεν μπορεί ο άνθρωπος να εξαναγκάσει την αγάπη του Θεού, αλλά ούτε και ο Θεός θέλει να βιάσει τον άνθρωπο, να του επιβάλει την αγάπη Του. Η αγάπη είναι ένα δώρο του Θεού (Γαλ. ε' 22) και προσφέρεται όπου και όταν ο Θεός θέλει και σε όποιον Εκείνος θέλει (Α' Κορ. β' II. Εβρ. β' 4). Μόνο που ο Θεός δεν μεροληπτεί, θέλει να οδηγηθούν όλοι οι άνθρωποι στην αληθινή Θεογνωσία, δηλαδή στη σωτηρία (Α' Τιμ. β' 4). Η αγάπη του Θεού περιβάλλει όλους τους ανθρώπους.
Όμως πρέπει και ο άνθρωπος να απαντήσει στην αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη. Τότε ο Θεός θα του αποκαλυφθεί και ο άνθρωπος θα γνωρίσει τον Θεό• «εάν κανείς αγαπά τον Θεό, αυτός έχει γνωριστεί από τον Θεό» (Α' Κορ. η' 3), θα ακούσει την φωνή Του να τον καλεί να περάσει μέσα στη νεφέλη, να ανεβεί στην κορυφή του όρους, να δει τη δόξα του Θεού και να ακούσει τη φωνή Του: «Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου·... μην έχεις άλλους Θεούς πλην εμού. Μη κάμεις για τον εαυτό σου είδωλο... μην προσκυνήσεις αυτά και μην τα λατρεύσεις, γιατί Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής» (Δευτερ. ε' 6-9).
H αγάπη πρός τον Θεό εκφράζεται με την ελευθερία του ανθρώπου από τη λατρεία οποιωνδήποτε «άλλων θεών», ακόμη και από τη λατρεία του εαυτού μας. Αυτή η ελευθερία αποτελεί «άνοιγμα» στη Θεία αγάπη. Με τη θέλησή του πλέον ο άνθρωπος αρνείται το δικό του θέλημα και κάνει θέλημά του το θέλημα του Θεού. Δείχνει την αγάπη του ακολουθώντας τη διδαχή του Χριστού. Όταν αγαπούμε κάποιον, δοκιμάζουμε ιδιαίτερη χαρά να ταυτίζουμε το θέλημα μας με το δικό του θέλημα. Αυτό δεν το θεωρούμε δύσκολο, ώστε να το νιώθουμε σαν κάποια θυσία. Γι' αυτό και όποιος παραβαίνει τη διδαχή του Θεού. δεν αγαπά τον Θεό. «Όποιος λέγει ότι μένει εν Αύτω οφείλει να ζει όπως έζησε και ο Χριστός (Α' Ιω. β' 6).
Αλλά η αγάπη προς τον Θεό εκφράζεται και ως αγάπη προς τον πλησίον. Αν κανείς πει «αγαπώ τον Θεό», αλλά μισεί τους αδελφούς του, αυτός είναι ψεύτης, γιατί εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφό του που τον έχει δει, πώς είναι δυνατόν να αγαπά τον Θεό που δεν τον είδε; Αυτή την εντολή έχουμε από Αυτόν! Όποιος αγαπάει τον Θεό, να αγαπάει και τους αδελφούς του» (Α' Ιω. δ' 19-21)

Η αληθινή αγάπη, η αγάπη του Θεού δεν κομματιάζε¬ται· προσφέρεται ολόκληρη προς όλους χωρίς εξαίρεση· δεν μπορείς να πεις: αγαπώ τον ένα αλλά όχι και τον άλλο, αγαπώ τον Θεό, αλλά όχι και τους ανθρώπους. Είναι όπως η αγάπη της μητέρας προς τα πολλά παιδιά της· τα αγαπά όλα εξίσου, χωρίς να «μερίζει» την αγάπη της, γιατί η αληθινή αγάπη είναι αμέριστη!


3. Η κάθαρση

Αν ο άνθρωπος χαρίσει στον Θεό την αποκλειστική του αγάπη, τότε θα κάνει τα πάντα, για να καθαρίσει την καρδιά του, προκειμένου να αποδείξει ότι επιθυμεί την κοινωνία και την αγάπη του Θεού (Ματθ. ε' 8). «Όποιος έχει την ελπίδα σ' Αυτόν αγνίζεται, όπως Εκείνος είναι αγνός... Όποιος αμαρτάνει, δεν τον έχει δει, ούτε τον έχει γνωρίσει» (Α' Ιω. γ' 2-6).
Η Θεία αποκάλυψη είναι ανάλογη με την καθαρότητα του κάθε ανθρώπου, γιατί η αγάπη του Θεού ζητάει την ανταπόκριση του ανθρώπου και δεν παραβιάζει την ελεύθερη βούλησή μας. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην περίπτωση του Ισραήλ: Ο ισραηλιτικός λαός, που τόσες φορές ταλαντευόταν στην αγάπη του προς τον Θεό, προχώρησε μέχρι τους πρόποδες του όρους· είδε τη δόξα του Θεού από μακριά, σαν φλόγα στην κορυφή του όρους. Οι συνοδοί του Μωυσή ανέβηκαν μαζί μ' αυτόν στο όρος και είδαν «τον τόπο όπου εστάθη ο Θεός». Τέλος ο Θεός καλεί τον Μωυσή να εισέλθει στη νεφέλη, στο ψηλότερο σημείο του όρους, να μείνει εκεί σαράντα ημερόνυχτα, για να λάβει ολόκληρη την αποκάλυψη του Θεού.
«Τα χαρίσματα του Θεού έρχονται μόνα τους χωρίς συ να αισθανθείς. Ναί, έρχονται μόνα τους, όμως εάν ο τόπος είναι καθαρός και όχι ρυπαρός. Εάν η κόρη του οφθαλμού της ψυχής σου δεν είναι καθαρή, μην τολμήσεις να δεις στη σφαίρα του νοητού ηλίου, για να μη στερηθείς κι αυτό το λιγοστό φως, που είναι η απλή πίστη και η ταπείνωση και η καρδιακή εξομολόγηση και τα λίγα έργα που κατά δύναμη πράττεις και ριφθείς σε κάποιο σκοτεινό τόπο που υπάρχει στο εξώτερο σκότος, έξω από Θεό, που εξεικονίζει τον Άδη, όπως εκείνος που θέλησε να εισέλθει αναίσχυντα στο γάμο με ρυπαρά ρούχα» Ισαάκ ο Σύρος. Ματθ. κβ' 1-15).
Τα μάτια που είναι άρρωστα δεν μπορούν χωρίς βλάβη να δουν το φως. Το ίδιο ισχύει και για τα πνευματικά μάτια του ανθρώπου· δεν «αντέχουν» στη θέα του άκτιστου Θείου φωτός που είναι δωρεά του Θεού, πνευματικό χάρισμα. Έχουμε λοιπόν ανάγκη από πνευματική κάθαρση.
Προϋπόθεση για την κάθαρση του ανθρώπου είναι ο αγώνας εναντίον των παθών. Όποιος πραγματικά αγαπά τον Θεό, δεν υποδουλώνεται σε τίποτε άλλο και αγωνίζεται εναντίον των παθών. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος να οδηγηθεί κανείς στην κάθαρση. Η υποδούλωση στα πάθη απομακρύνει από τον Θεό!
«Εκείνος λοιπόν που αγαπά τα χρήματα και συγκινείται από τη φθαρτή ομορφιά των σωμάτων και υπερτιμά την ψεύτικη δόξα, ξόδευσε τη δύναμη της αγάπης σε όσα δεν έπρεπε και έγινε τελείως τυφλός για να δει τον όντως αγαπητό. Για τούτο λέγει: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου» (Μ. Βασίλειος. Μάρκ. ιβ' 30).
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος υπογραμμίζει αυτό με τα εξής λόγια: «Εις εκείνους που είναι κυριευμένοι από την απιστία και τα πάθη, η Χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι τελείως απρόσιτη και αθεώρητη».
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος συνοψίζει: «Εάν θέλεις να γίνει η καρδιά σου τόπος των μυστηρίων του καινού αιώνος, πρώτος θησαύρισε με σωματικά έργα, δηλαδή νηστεία, προσευχή, άσκηση, υπομονή, καταστροφή των πονηρών λογισμών και τα όμοια με αυτά· δέσμευσε το νου σου στην ανάγνωση και τη μελέτη των Θείων Γραφών· θέσε μπροστά στα μάτια σου τις εντολές του Κυρίου και αγωνίσου εναντίον των παθών· εκρίζωσε από την καρδιά σου με την προσευχή κάθε εικόνα και κάθε ομοίωμα, που δέχθηκες προτύτερα από την ενθύμηση των παλαιών σου κακών πράξεων· συνήθισε το νου σου να μελετά πάντοτε τα μυστήρια της οικονομίας του Κυρίου μας και παύσε να ζητάς τη γνώση και τη θεωρία, που υπερβαίνουν την διήγηση των λόγων· ακολούθησε την εργασία των εντολών και τα έργα της καθαρότητας».
Η αληθινή Θεογνωσία, δεν αποβλέπει στην ικανοποίηση της περιέργειας του ανθρώπου και δεν είναι διανοητικής τάξεως. Όποιος θέλει να ικανοποιήσει την περιέργειά του και ασχολείται με ερωτήματα διανοητικής τάξεως, που προϋποθέτουν την υποταγή του Θεού στα δεδομένα της ανθρώπινης διάνοιας, θα απογοητευθεί ή θα οδηγηθεί στην πλάνη. Όποιος όμως ποθεί την αληθινή γνώση του Θεού, δεν ζητάει να ικανοποιήσει την περιέρ-γειά του· ταυτίζει το θέλημα του με το θέλημα του Θεού και καθαρίζει τη διάνοια και το σώμα του για να δεχθεί την Θεϊκή επέμβαση στη ζωή του.
Οι άνθρωποι που βρίσκονται κάτω από το ζυγό των παθών δύσκολα θα πιστέψουν στην ύπαρξη ενός προσωπικού Θεού. Γιατί η πίστη αυτή έχει συνέπειες για την καθημερινή τους συμπεριφορά (Παροιμ. κη' 5. Ψαλμ. ιγ/ιδ' 1). Αν κανείς δεν επιθυμεί καθαρότητα στο πνεύμα και στο σώμα, δεν μπορεί να βρει τον Θεό:

«Οι διεστραμμένοι λογισμοί χωρίζουν από τον Θεό
και η παντοδυναμία που εκπειράζεται
απομακρύνει τους άφρονες.
Η σοφία δεν θα μπει σε πονηρή ψυχή,
ούτε θα κατοικήσει σε σώμα,
υποδουλωμένο στην αμαρτία.
Γιατί το Άγιο Πνεύμα της παιδαγωγίας
αποφεύγει το δόλο·
στέκεται μακρυά από πονηρές σκέψεις
και απομακρύνεται σαν πλησιάζει η αδικία».
(Σοφ. Σολ. α' 3-5)

Ακριβώς αντίθετος είναι ο δρόμος του Κυρίου:

«Ο νόμος του Κυρίου είναι άμεμπτος,
επιστρέφει ψυχές·
η μαρτυρία του Κυρίου πιστή,
και νήπια αναδεικνύει σοφά.
Οι εντολές του Κυρίου είναι ευθείς,
ευφραίνουν την καρδιά·
η εντολή του Κυρίου είναι ακτινοβόλος,
φωτίζει οφθαλμούς».
(Ψαλμ. ιη’/ιθ' 8-9)

Η κάθαρση της ψυχής από κάθε ταπεινή επιθυμία και πάθος οδηγεί τον άνθρωπο στο δρόμο της Θεογνωσίας, στο άνοιγμα της καρδιάς του ανθρώπου, για να χωρέσει τα δώρα του Θεού.

4) Η ταπείνωση
Το να εγκαταλείψει ο άνθρωπος την αυτονομία του, σημαίνει να ταπεινώσει τον εαυτό του μπροστά στον Θεό και να περιμένει από Εκείνον τη σωτηρία. Χωρίς ταπείνωση δεν είναι δυνατή η κοινωνία με τον Θεό. Αυτό βεβαιώνει η αγία Γραφή:
«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε' ιη' 3). «Ο πτωχός τω πνεύματι δεν πασχίζει να εννοήση τα ανερμήνευτα, να αποκαλύψει τα μυστήρια του Θεού· πιστεύει απλά στο λόγο του Θεού γνωρίζοντας ότι κάθε λέξη θεία είναι αλήθεια, πνεύμα και αιώνια ζωή».
Όποιος ακολουθήσει τον δρόμο της αυτονομίας, θα λοξοδρομήσει και δεν θα φθάσει στο «σκοπό». Έτσι ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος υπογραμμίζει ότι με τους «νόμους της γνώσης», που κυβερνούσαν τον κόσμο πρίν από την εμφάνιση του Χριστού, ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να υψώσει το κεφάλι του και να αισθανθεί τη δύναμη του Κτίστου του». Αλλά και τώρα, την εποχή της πίστης, πολλοί άνθρωποι επιθυμούν και πάλι να λοξοδρομήσουν από την «ευθεία οδό στην ταπεινότητα της ανθρώπινης γνώσης», η οποία είναι «πτωχή και ταπεινή, όσο και αν φαίνεται πλούσια, ενώ τους θησαυρούς της πίστης δεν τους χωρούν ο ουρανός και η γη».
Αυτή η «αυτογνωσία» του ανθρώπου είναι καρπός ελεύθερης επιλογής και βασική αιτία, για την οποία ο άνθρωπος απορρίπτει τους θησαυρούς της πίστης.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρομοιάζει τον  αυτονομημένο άνθρωπο με το σιδερά, που παίρνει το αναμμένο σίδερο όχι με την τσιμπίδα, αλλά με το χέρι του, πράγμα που θεωρείται ανόητο, «έτσι και οι φιλόσοφοι, επειδή επέμεναν ότι μόνοι των δύνανται να εύρουν αυτά, περιφρόνησαν την πίστη και διά τούτο βεβαίως δεν ευρήκαν τίποτε απ' όσα ζητούσαν».
Ο τρόπος λοιπόν που προσεγγίζει κανείς την αλήθεια του «ποιος» έχει αποφασιστική σημασία. «Τέτοια είναι η φύση των μυστηρίων μας· αλλιώς διάκειμαι εγώ τρός αυτά και αλλιώς ο άπιστος. Ακούω ότι έγινε δούλος (ο Κύριος) και θαυμάζω την φροντίδα Του· το ακούει κι εκείνος και το θεωρεί ατιμία. Ακούω ότι απέθανε και εκπλήττομαι διά την δύναμή Του, διότι αν και απέθανε, δεν κατεκρατήθη αλλά και κατήργησε το θάνατο• ακούει κι εκείνος και υποπτεύεται αδυναμία» (Ι. Χρυσόστομος).


5. Η ταπείνωση του νου

Ο αυτονομημένος νους, δηλαδή η λογική του ανθρώπου στην κατάσταση της πτώσης, δεν μπορεί να δει τα πράγματα του Θεού με την απαραίτητη καθαρότητα· είναι σκοτισμένος και πρέπει να καθαρθεί. Τότε θα μπορέσει να δεχθεί τη διδαχή του Χριστού.
Το κήρυγμα των αποστόλων είχε σαν κύριο στόχο την «εν Χριστώ κοινωνία», την προσωπική σχέση με τον Χριστό και την «εν Χριστώ» δόξα (Πράξ. δ' 12. ε' 28-32). Στό πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η θεότητα με την ανθρωπότητα (Ιω. α' 14. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 15) και πραγματοποιήθηκε αληθινή κοινωνία του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό· γιατί όπου είναι ο Υιός, εκεί είναι και ο Πατήρ, εκεί και το Άγιο Πνεύμα, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τον άνθρωπο: είναι αχώριστα ενωμένος με το λόγο του και το πνεύμα του· μόνο που στην περίπτωση του Θεού ο Λόγος και το Πνεύμα είναι «ενυπόστατα», έχουν δηλαδή δική τους υπόσταση! Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να φθάσει με τις δικές του δυνάμεις σ' αυτή τη Θεοκοινωνία· την πραγματοποίησε ο Θεός στο πρόσωπο του Χριστού με την «κενωτική» Του αγάπη, που ξεπέρασε κάθε όριο επάνω στο Σταυρό (Φιλ. β' 5-8).
Το κήρυγμα αυτό δεν μπόρεσαν να το δεχθούν ούτε οι Ιουδαίοι ούτε οι Εθνικοί της εποχής των αποστόλων· η ενσάρκωση του Λόγου και ιδιαίτερα ο Σταυρός του Χριστού ήταν για τους πρώτους σκάνδαλο και για τους δεύτερους μωρία. Δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν το Σταυρό ως καύχημα και δόξα (Γαλ. στ' 14. Ιω. ιβ' 32)• ήταν αληθινή πρόκληση για την ανθρώπινη λογική (Α' Κορ. α' 18).
«Οι Ιουδαίοι θέλουν θαύματα, οι δε Έλληνες ζητούν σοφία, εμείς όμως κηρύττουμε Χριστόν εσταυρωμένον· για τους Ιουδαίους μεν σκάνδαλο, για δε τους Έλληνες μωρία· αλλά για τους καλεσμένους, Ιουδαίους και Έλληνες, ο Χριστός είναι Θεού δύναμη και Θεού σοφία. Γιατί αυτό που θεωρείται θεία μωρία, είναι σοφότερο από τη σοφία των ανθρώπων και εκείνο που θεωρείται αδυναμία του Θεού, είναι ισχυρότερο από τη δύναμη των ανθρώπων» (Α' Κορ. α' 22-25. Πρβλ. Γαλ. ε' 11).
Ο απόστολος προκαλεί εδώ, γιατί δεν αισθάνεται την ανάγκη να προσαρμόσει το κήρυγμά του στην ανθρώπινη φιλοσοφία, η οποία απολυτοποιεί τον νου που έχει σκοτισθεϊ από την αμαρτία και δεν αναγνωρίζει την αναγκαιότητα μιας «κεκαθαρμένης διανοίας» και της «ανακαίνισης του νου» στο φως του Αγίου Πνεύματος. Σκοπός του δεν είναι να στηρίξει την πίστη με ανθρώπινα επιχειρήματα, αλλά να την θεμελιώσει στη θεία δύναμη• δεν ήθελε ανθρώπους εγγυητές, αλλά τον ίδιο τον Θεό· κήρυττε «τη μυστική σοφία του Θεού, η οποία ήταν κρυμμένη και την οποία ο Θεός προώρισε προ αιώνων για τη δική μας δόξα» (Α' Κορ. β' 4-7).
Η μυστική αυτή σοφία δεν αποκαλύπτεται στους «σοφούς και συνετούς» του κόσμου τούτου, αλλά στα «νήπια» (Ματθ. ια' 25. Λουκ. ι' 21), στα «μωρά του κόσμου», στα «αγενή» και εξουθενημένα», ώστε «κανείς άνθρωπος να μη μπορεί να καυχηθεί ενώπιον του Θεού (Α' Κορ. α' 27-29). Ο αυτονομημένος άνθρωπος δεν θα ικανοποιήσει ποτέ την πνευματική του δίψα, γιατί απαιτεί, τα πράγματα του Θεού να προσαρμοσθούν πλήρως στις δυνατότητες της ανθρώπινης σκέψης. Όμως ο Θεός δεν γνωρίζεται με τον τρόπο που επιθυμεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τον Θεό. Για να φθάσει ο άνθρωπος στη Θεογνωσία, πρέπει να ταπεινώσει το νου του.


6. Η διδαχή του Χριστού
Αν ο άνθρωπος έχει αγνή διάθεση και αγάπη για τον Θεό, θα επιθυμήσει την κάθαρση από τα πάθη και θα ταπεινώσει το νου του μπροστά στη Θεία βούληση και στη Θεία αγάπη. Θα ακολουθήσει τη διδαχή του Θεού και θα εναρμονίσει μ' αυτή ολόκληρη τη ζωή του. Τη διδαχή του Χριστού κήρυξαν οι προφήτες και οι απόστολοι· όποιος αγαπάει τον Θεό Τον αφήνει να μιλήσει στη ζωή του και ακολουθεί τη φωνή Του. «Εμείς είμαστε από τον Θεό. Όποιος γνωρίζει τον Θεό, μας ακούει. Όποιος δεν είναι από τον Θεό, δεν μας ακούει. Με αυτόν τον τρόπο γνωρίζουμε το Πνεύμα της αληθείας από το πνεύμα της πλάνης» (Α' Ιω. δ' 6).
«Πας ο πιστεύων και μη μένων εν τη διδαχή του Χριστού Θεόν ουκ έχει»· όποιος παραβαίνει και δεν μένει στη διδαχή του Χριστού, δεν έχει Θεό· «εκείνος που μένει στη διδαχή του Χριστού, αυτός έχει και τον Πατέρα και τον Υιόν» (Β' Ιω. 9)· «εκείνος που πράττει το καλό (ο αγαθοποιών), είναι εκ του Θεού· ο δε κακοποιών δεν έχει ιδεί τον Θεό» (Γ' Ιω. 11).
«Εάν επιθυμείς αληθινά τη θεωρία των μυστηρίων, εξάσκησε με έργα τις εντολές και όχι ερευνητικά και με τη μάθηση· η πνευματική θεωρία ενεργεί μέσα μας στον τόπο που είναι καθαρός· και ζήτησε πρώτα να μάθεις πώς μπορείς να εισέλθεις σ' αυτόν τον τόπο της καθαρότητος και κατόπιν άρχισε το έργο» (Ισαάκ ο Σύρος). Οποιος λοιπόν επιθυμεί να γνωρίσει τον Θεό, πρέπει να γίνει άνθρωπος αγάπης, να ανταποκριθεί δηλαδή ελεύθερα στην αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη. Όμως για να το κάνει αυτό με συνέπεια πρέπει να επιθυμεί την ελευθερία του από τα πάθη και να αγωνίζεται ν' απαλλαγεί από αυτά, πρέπει να έχει αληθινά αγαθή πρόθεση, να «διψάει» για τον Θεό και να εγκαταλείψει την αυτονομία του, να ταπεινωθεί και να ακολουθήσει τη διδαχή του Θεού, όχι τη «συνταγή του όφεως»!


7. Η δύναμη του Πνεύματος

Με την πτώση του ανθρώπου σκοτίστηκε και ο νους του και δεν μπορεί να «δει» καθαρά. Όμως με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος καθοδηγείται και ο νους μας· απαλλάσσεται από την επήρεια του Διαβόλου και οδηγείται στην σωτήρια αλήθεια του Θεού.
Η γνώση στην οποία ο άνθρωπος οδηγείται με την επιστήμη δεν είναι η σωτήριος αλήθεια, γιατί είναι κτιστής τάξης, πρόκειται για την κατανόηση της «κτιστής αλήθειας». Τέτοια είναι η γνώση της ιατρικής, της βιολογίας, της γεωγραφίας κ.ο.κ. Η επιστήμη λοιπόν, που στηρίζεται στις ανθρώπινες προσπάθειες, έχει ως στόχο την «κτιστή» πραγματικότητα, δεν ξεπερνάει την δημιουργία, ώστε να ανακαλύψει τον Θεό ή και να προσδιορίσει τις προσωπικές του σχέσεις με τον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει πως κανείς άνθρωπος, οσοδήποτε κι αν έχει προχωρήσει στη διερεύνηση της δημιουργίας, δεν αποκτά το δικαίωμα, στο όνομα της επιστημονικής του ικανότητας, να έχει μια οποιαδήποτε βαρύνουσα γνώμη για τις άκτιστες αλήθειες του Θεού. Οι όποιες απόψεις του, θα είναι καρπός των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, όχι αποτέλεσμα «επιστημονικής» έρευνας.
Η βάση αυτή μας βοηθεί να κατανοήσουμε, γιατί πολλοί άνθρωποι, που διέπρεψαν στην επιστήμη, δεν μπόρεσαν να βρουν το δρόμο για την «αλήθεια και τη ζωή» (Ιω. ιδ' 6), γιατί ένας άθεος μπορεί εξίσου να είναι μεγάλος επιστήμονας, όπως και ένας πιστός!
Στην γνώση των πραγμάτων του Θεού, στην αληθινή Θεογνωσία, δεν οδηγεί το πνεύμα του ανθρώπου, αλλά το Άγιο Πνεύμα, η Θεία αποκάλυψη (πρβλ. Ιακ. γ' 13-19). Το Πνεύμα του Θεού οδηγεί τον άνθρωπο στην επίγνωση της άκτιστης αλήθειας. Έτσι ο Θεός δεν ανακαλύπτεται, αλλά αποκαλύπτεται.
Με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των ανθρώπων, η «γνώση του Θεού», η Θεία αποκάλυψη, ολοκληρώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού· «εν Υιώ» ελάλησε σε μας ο Θεός στις έσχατες αυτές ήμερες·  «η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εδόθη» (Εβρ. α' 1. Ιω. 17).
Ο Χριστός, στο αποχαιρετιστήριο κήρυγμά του προς τους αποστόλους, μίλησε για άλλο Παράκλητο» (Ιω. ιδ' 16), δηλαδή για το Άγιο Πνεύμα, που θα «ελέγξει τον κόσμο» (Ιω. ιστ' 8) αναφορικά με την πίστη στο πρόσωπο του Χριστού και τη σχέση Του προς τον Πατέρα. «Έχω πολλά ακόμη να σας πω», πρόσθεσε ο Κύριος, «αλλά δεν μπορείτε να τα βαστάξετε τώρα. Αλλ' όταν έλθει Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θα σας οδηγήσει εις όλη την αλήθεια, διότι δεν θα μιλήσει από τον εαυτό του, αλλά θα πει όσα ακούσει και θα σας αναγγείλει εκείνα που μέλλουν να συμβούν. Εκείνος θα δοξάσει εμέ, διότι θα πάρει από ό,τι είναι δικό μου και θα σας το αναγγείλει. Όλα όσα έχει ο Πατήρ μου, είναι δικά μου» (Ιω. ιστ' 12-16).
Οι απόστολοι ήταν πάντοτε κοντά στο Χριστό, άκουαν συνέχεια τα κηρύγματά του, έβλεπαν τα θαύματα· όμως με τις δικές τους ικανότητες στάθηκε αδύνατο να γνωρίσουν την αλήθεια για το πρόσωπο του Χριστού· έπρεπε να τους το αποκαλύψει ο ίδιος ο Θεός! (Ματθ. ιστ' 17)· πριν από την πεντηκοστή δεν μπόρεσαν να γνωρίσουν τον Κύριο και να αντιληφθούν τη δόξα Του. Ακόμη και οι τρεις μαθητές που παραβρέθηκαν στο όρος της μεταμόρφωσης δεν έζησαν ολόκληρο το μεγαλείο της δόξης του Χριστού, αλλά μόνο ένα μέρος, «καθώς ηδύναντο»! (Απολυτίκιο της μεταμορφώσεως. Προβλ. Ιω.: 12-16).
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο αναστημένος Κύριος παραγγέλλει στους αποστόλους να περιμένουν στην Ιερουσαλήμ ώσπου να ενδυθούν «δύναμη εξ ύψους» (Λουκ. κδ' 49). Μόνο τότε θα μπορέσουν να είναι «μάρτυρές» Του στην Ιερουσαλήμ και... μέχρι των περάτων της γης» (Πράξ. α' 8). Πράγματι οι απόστολοι άρχισαν μετά την πεντηκοστή το κήρυγμα χωρίς πια κανένα φόβο για τους διωγμούς των Ιουδαίων και των Εθνικών: με δύναμη και εξουσία (Πράξ. δ' 1-20)· «ουδείς δύναται να είπη Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορ. ιβ' 3).
Έτσι το κήρυγμα των αποστόλων δεν γινόταν «με πειστικούς λόγους ανθρωπίνης σοφίας, αλλά με πειθώ Πνεύματος και δυνάμεως, διά να μην είναι η πίστη μας θεμελιωμένη επάνω στη σοφία των ανθρώπων, αλλά στη δύναμη του Θεού... Εμείς δε δεν ελάβαμε το πνεύμα του κόσμου, αλλά το Πνεύμα που προέρχεται από τον Θεό, για να γνωρίσουμε εκείνα που μας εχαρίσθησαν από τον Θεό... O φυσικός άνθρωπος δεν δέχεται όσα προέρχονται από το Πνεύμα του Θεού, γιατί γι' αυτόν είναι μωρία, δεν μπορεί να το καταλάβει, διότι πρέπει να εξετασθούν πνευματικά. Αλλ' ο πνευματικός άνθρωπος κρίνει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν κρίνεται από κανέναν. «Γιατί ποιος εγνώρισε τη σκέψη του Κυρίου, ώστε να Τον διδάξει; Εμείς όμως έχουμε νουν Χριστού» (Α' Κορ. β' 4-16. πρβλ. Ησ. μ' 13).
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας»